Παρασκευή, Ιουλίου 14, 2006

Επιστροφή στην Αθωότητα (μέρος Γ')

(Λευκάδα, Κυριακή 9 Ιουλίου 2006, 12:36 μμ)

Και είναι στιγμές σαν και αυτές που αναζητάς το άγγιγμα ενός αγγέλου. Στιγμές σαν και αυτές που θέλεις να νοιώσεις την ηρεμία της ψυχή σου. Να επιστρέψεις στη αγνότητα που κάποτε είχανε τα παιδικά σου χρόνια. Να σβήσεις κάθε σου σκέψη ... κάθε σου πρόβλημα ... κάθε σου έγνοια ...

Και υπάρχουνε αυτοί οι άγγελοι παντού και τριγύρω μας. Υπάρχουνε, μόνο που είναι μικροί, μα πάρα πολύ μικροί. Για την ακρίβεια τρεισήμισι χρονών ο δικός μου, σχεδόν στα τέσσερα, και απαντάει στο όνομα Βέρα. Ξανθιά με γαλανά μάτια που όταν βρίσκομαι μαζί της, το κυριότερο πρόβλημά μου ίσως και να είναι πώς θα κόψω από το χαρτί την πριγκίπισσα που μόλις ζωγλάφισε. Πώς θα πιω το ζεστό αόρατο τσάι από εκείνα τα μικροσκοπικά φλιτζανάκια. Πως θα χορέψω μαζί της βαλς χωρίς να πατήσω εκείνα τα εύθραυστα της ποδαράκια!

Ακόμα θυμάμαι εκείνη την στιγμή που μου την ακουμπήσανε σε μία ολόλευκη πετσέτα. Θαρρώ πως όλη η εκκλησία έλαμπε. Μία απόλυτη σιωπή από όλο τον κόσμο όταν διάβαζα το “Πιστεύω”. Και εγώ, με κομμένη την ανάσα, να απλώνω την αγκαλιά μου. Εκείνο το βλέμμα του παπά όταν την έβγαζε από την κολυμπήθρα. Εκείνες οι σταγόνες νερού και λαδιού στο κορμάκι της που λάμπανε. Εκείνο το φως που μας έλουζε. Ένα μυστήριο τόσο δυνατό να ενώνει δύο ψυχές για το υπόλοιπο της ζωής τους.

Όταν πλέον βγήκαμε έξω, στο προαύλιο του μοναστηριού, όπου το καλοκαιρινό αεράκι με ξύπνησε από τον λήθαργο και όλοι μου φωνάζανε “άξιος ... άξιος”, τότε μόνο κατάλαβα πως η ζωή μου πλέον θα ήταν λίγο διαφορετική. Θα είχε λίγο παραπάνω νόημα. Έτσι απλά είχε μπει ένας άγγελος στη ζωή μου και ας γίνεται διαβολάκι που και πού.

Θυμάμαι που ήρθε και με βρήκε σε εκείνο το προαύλιο, ο συχωρεμένος παππούς Βαγγέλης, και μου είπε ... “Πως σου φαίνεται να σ’ αγαπάει αυτό το μικρό πλάσμα χωρίς περιορισμούς και κανόνες; Απλά να σ’ αγαπάει;” Δεν του απάντησα, ήμουνα σαστισμένος ... το μόνο που έκανα ήταν να του χαμογελάσω. “Απλά να σ’ αγαπάει” σκέφτηκα ... για δες!

Και τώρα που εγώ είχα τραπεί σε φυγή, τώρα που εγώ παράτησα τα πάντα για τρεις ημέρες ηρεμίας και γαλήνης, κρατούσα εισιτήριο για να πάω να βρω τον άγγελό μου, ξέροντας πολύ καλά, πως όταν αύριο βγούμε βόλτα στο περιβόλι να μαζέψουμε τα πρώτα σύκα του καλοκαιριού, όταν θα σκαρφαλώσουμε στα βράχια να μαζέψουμε πεταλίδες και καβούρια, όταν θα την σπρώχνω πάνω στο ολοκαίνουργιο ροζ ποδηλατάκι της, θα νοιώσω και εγώ λίγο από εκείνη την παιδική αθωότητα που τόσο πολύ την έχω ανάγκη αυτό τον καιρό.

Τετάρτη, Ιουλίου 12, 2006

Επιστροφή στην Αθωότητα (μέρος Β')

(Λευκάδα, Σάββατο 8 Ιουλίου 2006, 7:46 μμ)

Ο Αντώνης μου λέει και μου ξανάλεει ... “Ανδρέα ... στη ζωή υπάρχουν δύο ειδών ανθρώπων. Αυτοί που θέλουν να βρίσκονταν με αυτούς που τους αγαπάνε, και αυτοί που δεν θέλουν.”

Και έχει τόσο μα τόσο απόλυτο δίκιο, διότι χτες το βράδυ το πέρασα με ανθρώπους που με λατρεύουν. Μια παρέα ψυχών που χωρίς εμένα δεν θα είχαν συναντηθεί ποτέ. Που με δυο αράδες δεν μπορώ να περιγράψω τι νοιώθουνε για μένα αλλά μου το δείχνουν σχεδόν καθημερινά με τις πράξεις τους.

Η Ελένη που μας είχε καλέσει, άμα της πω παντρέψουμε, μπορεί και να έχει είδη κανονίσει παπά και εκκλησιά. Ο Φίλιππος, ο κολλητός μου, χωρίς εμένα μάλλον δεν μπορεί να ζήσει πλέον. Ο Χρήστος, ο αδελφός μου, με έχει ανάγει σε θεό και ας με βρίζει καθημερινά. Η δε Παυλίνα, δεύτερη ‘ξαδέλφη, όταν ήμασταν μικροί ήτανε ο ένας ο συνοδός του άλλου, όποτε δεν είχαμε, στα πάρτι του λυκείου. Η δε Συλβή και Ιζαμπέλ, παιδικές μου φίλες απλά έτυχαν να έχουν διαφορετικούς γονείς, αλλιώς για μένα είναι οι αδελφές που δεν είχα ποτέ. Και η λίστα δεν έχει τελειωμό. Περικυκλωμένος με όλη αυτή την αγάπη και εγώ να την απαρνιέμαι. Να αναζητώ την αποδοχή και τον έρωτα ενός ανθρώπου που το μόνο που κάνει είναι να με καταιγίζει με μηνύματα και ελπίδες.

Για αυτό σας λέω. Ένας μήνας σκέτη τρέλα. Σκέτη τρέλα και να μην ξέρω σε ποιόν να το πω. Ίσως διότι ντράπηκα. Ίσως διότι δεν περίμενά ποτέ να βρεθώ ο τρίτος σε μία σχέση. Ίσως διότι πλήγωσα με τη σειρά μου ανθρώπους που με λατρεύουν. Για αυτό και προτίμησα την απόλυτη σιωπή. Ένας μήνας χαμένος στη σιωπή μου και στις σκέψεις μου ...

. . .

Το ξέρεις ότι τα πράγματα πηγαίνουν στραβά, όταν αντικρίζεις τις πινακίδες στην Αττική Οδό για αεροδρόμιο. Απλά το ξέρεις. Δεν χρειάζεται κανένας να στο πει. Το ξέρεις εσύ ο ίδιος όταν σου δίνουν την κάρτα επιβίβασης. Όταν με το iPod στο διαπασών, προσπαθείς να σβήσεις κάθε επαφή με την πραγματικότητα, και περιφέρεσαι στους αχανείς διαδρόμους μετρώντας αντίστροφα τα λεπτά για την φυγή.

Το θυμάμαι αυτό το συναίσθημα πολύ καλά. Το συναίσθημα της φυγής πριν από δεκάξι χρόνια που έφυγα για Αμερική. Να πάω να σπουδάσω είχα πει στους δικούς μου. Να φύγω να εξαφανιστώ είχα πει στον εαυτό μου. Δεν με χωρούσε με τίποτα ο τόπος εδώ. Ήθελα να κάνω μια καινούργια αρχή και έπρεπε να σβήσω τα πάντα. Έπρεπε να κάνω τη δική μου επανάσταση. Να ανατρέψω τον κόσμο ολόκληρο. Το ξέρω καλά αυτό το συναίσθημα. Το νιώθω να πάλλεται μέσα μου, σε κάθε μου κύτταρο, μέσα στις γεμάτες από οργή φλέβες μου. Να με δείτε να σφίγγω την γροθιά μου ... μόνο αυτό και θα καταλαβαίνατε. Και δεν τα έχω βάλει με κανέναν άλλον, παρά μονάχα με τον εαυτό μου που δεν κατάφερα να αντισταθώ σε ένα χάδι.

Και τώρα; Τι ακολουθεί; Μόνο να φύγω δεν μπορώ πια. Με έχουνε ζώσει οι υποχρεώσεις για τα καλά. Πόσο θα ήθελα να διέλυα τα πάντα στον αέρα. Να σπάσω κάθε δεσμό που έχω εδώ και να φύγω. Να φύγω για οπουδήποτε. Δεν μ’ ενδιαφέρει. Απλά να φύγω. Δεν με χωράει ο τόπος εδώ με τίποτα. Εκείνο το όνειρο που βλέπω σχεδόν κάθε βράδυ ... εκείνα τα φτερά αγγέλου που πάντα ήθελα ... να μπορώ να πετάω μακριά απ’ τους ανθρώπους ... να μη με πληγώνουν ... να μη πληγώνω ... Μόνο άγγελος δεν είμαι πια ...

συνεχίζεται ...

Δευτέρα, Ιουλίου 10, 2006

Επιστροφή στην Αθωότητα (μέρος Α')

(Λευκάδα, Κυριακή 9 Ιουλίου 2006, 9:04 πμ)

Ίσως αν ήμουνα λίγο πιο δυνατός. Ίσως αν μπορούσαν να πω όχι. Ίσως αν μπορούσα να αρνηθώ εκείνο το φιλί για το οποίο έλιωνα τόσο καιρό. Ίσως ίσως ίσως ...

Ένας μήνας σκέτη τρέλα. Ένας μήνας να μην έχω έναν άνθρωπο να πω τον πόνο μου, να γείρω το κεφάλι μου σε μία αγκαλιά. Κάποιος να στεγνώσει ένα δάκρυ μου. Ένας μήνας παραφροσύνης.

Κατάλαβα πόσο στραβά τα πράγματά είχανε πάει όταν αντίκριζα τις πινακίδες για το αεροδρόμιο. Άλλη μια φυγή σκέφτηκα καθώς το ταξί είχε πιάσει τα εκατό στην Αττική οδό. Από την μια οι ελαιώνες να ασημίζουν κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο, από την άλλη ο προαστιακός να τρέχει με όλη του την ορμή να μας προσπερνάει. Στο βάθος, όπως πάντα, η ελευθερία μου.

. . .

Χθες το βράδυ είχαμε άλλη μια μάζωξη της παρέας για ατελείωτο φαγοπότι στο σπίτι της Ελένης αυτή τη φορά. Πολλά γέλια, άφθονό κρασί, και προπάντων ατελείωτα πειράγματα. Από αυτά που ξέρεις ότι κρύβουν από πίσω τόνους αγάπης και ζεστά χαμόγελα. Κάποια στιγμή, εκεί ανάμεσα στο γλυκό και στο παγωτό, διότι αν δεν έχουμε και από τα δύο, για ύπνο δεν πάμε, αρχίσαμε να μιλάμε για διακοπές. Όλα στο τραπέζι να δούμε τι θα κάνουμε φέτος, μιας και τα σχέδια για ιστιοπλοία είχαν ναυαγήσει για τα καλά λόγου καιρού. Κάπου εκεί ήταν που και εγώ σώπασα. Προσποιήθηκα ότι νύσταζα, ότι ήμουνα κουρασμένος, και για αυτό δεν μιλούσα, αλλά αμφιβάλω αν με πίστεψε κανείς. Κάπου εκεί ήταν που έχασα και τον εαυτό μου μέσα στις σκέψεις μου για άλλη μια φορά.

Δεν μπορώ να καταλάβω. Απλά δεν μπορώ να καταλάβω. Τέτοιο πάθος, τέτοιος έρωτας και να μη μπορούμε να είμαστε μαζί. Δεν καταλαβαίνω πως έμπλεξα πάλι μέσα σε εκείνη την παράφορη δίνη. Γιατί δεν μπορούσα να πω ένα όχι σε εκείνο το φιλί. Γιατί να μην μπορώ να αντισταθώ σε έναν έρωτα που με κυνηγάει από το παρελθόν. Γιατί πρέπει να είναι τόσο περίπλοκα τα πράγματα. Έφτασε καλοκαίρι και ο Φλεβάρης ακόμα με κυνηγάει. Και αυτό που με σκοτώνει καθημερινά, αυτό που τρώει τα σωθικά μου κάθε μέρα και από λίγο, είναι που θέλω τόσο πολύ να ήμαστε μαζί, τόσο πολύ να κοιμηθούμε για άλλη μια φορά αγκαλιά, και απλά δε μπορεί. Χωρίς καμιά εξήγηση. Απλά δεν μπορεί. Δεν μπορεί διότι προφανώς, το πάθος μας δεν είναι τόσο δυνατό για να αφήσει μια ξεθωριασμένη από τον χρόνο σχέση να σβήσει για χάρη μου.

Και χτες βράδυ, που κάναμε σχέδια και όνειρα με ανθρώπους που με λατρεύουν, εγώ το μόνο που είχα στο μυαλό μου, το μόνο που πραγματικά ήθελα να κάνω αυτό εδώ το καλοκαίρι, είναι να βρεθώ σε εκείνη την ζεστή αγκαλιά κάπου μακριά. Όσο πιο μακριά γινόταν από την καθημερινότητα που μας κυνηγάει. Κάπου οι δυο μας ... μόνοι μας ... χωρίς το παρελθόν μας.

συνεχίζεται ...