Κυριακή, Φεβρουαρίου 26, 2006

False Alarm!

Ωχ, ωχ, ο Γρηγόρης στο τηλέφωνο. Πρέπει να του μιλήσω, πρέπει να βγω από εδώ μέσα. Συγνώμη, να περάσω, χίλια συγνώμη, είναι επείγον ... ωχ συγνώμη το popcorn σας ήτανε; θα σας πάρω άλλο ... χίλια συγνώμη, είναι επείγον ... , ωχ συγνώμη σας πάτησα ... η coca-cola σας ήταν κύριε ... συγνώμη θα σας φέρω άλλη ...

- Έλα Γρηγόρη, γεννάτε;
- Όχι, γιατί ρωτάς;
- Δεν με έχετε πάρει ποτέ τηλέφωνο στις 11 το βράδυ. Ήμουνα σινεμά και νόμιζα ότι γεννάγατε ...
- Αγάπη (φωνάζει στην αγάπη του φυσικά) ... νόμιζε πως γεννάγαμε χα χα χα ... ήμαστε στο κέντρο και ψάχνουμε ένα μέρος να φάμε γλυκό και μιας που εσύ ξέρεις από κέντρο ...
- Δηλαδή ούτε ένας πόνος;
- Ούτε ένας πόνος! Μέχρι την Πέμπτη το αργότερο ...

Κάθομαι σε ένα πάγκο, βγάζω το παπούτσι και την, μουσκεμένη από την coca-cola, κάλτσα ... την στύβω για να στάξει η coca-cola, αγοράζω μία καινούργια (coca-cola όχι κάλτσα) καθώς και ένα pop corn και επιστρέφω στην αίθουσα φορώντας μόνο μία κάλτσα, με την άλλη έχοντας καταλήξει στην τσέπη μου. Που πάω και τους βρίσκω ... τους φίλους μου ... μου λέτε; ... που πάω και τους βρίσκω;

Τρίτη, Φεβρουαρίου 21, 2006

Που πήγαν οι άγγελοι;


Η πόρτα δυστυχώς δεν άνοιγε αυτόματα. Έπρεπε εγώ να την σπρώξω, όπως κάθε φορά. Μόνο που σήμερα μου ήταν αδύνατον. Έσπρωχνα και τίποτα. Τα χέρια μου είχαν μουδιάσει. Έπρεπε να μπω μέσα και το σώμα μου αρνιόταν κατηγορηματικά.

Μία νοσοκόμα περνάει από δίπλα μου και ανοίγει την πόρτα. “Το ξέρω, είναι βαριά η άτιμη.” μου λέει και χαμογελάει. Δεν έχω δικαιολογία πλέον. Κάνω ένα βήμα και στέκομαι πάνω στα άσπρα και μαύρα πλακάκια της αίθουσας αναμονής. Το πάτωμα με μοτίβο σκακιέρα όσο πάει το μάτι σου. Είχα προσπαθήσει άπειρες φορές να τα μετρήσω εκεί που περίμενα νέα από τους γιατρούς αλλά πάντα έχανα το μέτρημα. Κάπου εκεί στη γωνία με τους καναπέδες, κάπου εκεί στο άγαλμα του Ιπποκράτη χανόμουνα στις σκέψεις μου, χανόμουνα στους αριθμούς και άρχιζα από την αρχή.

Μόνο συναισθήματα πόνου και απελπισίας μου έρχονται στο μυαλό. Μπορεί να έχει περάσει ένας μήνας από την τελευταία φορά που ξενύχτησα στο προσκεφάλι του πατέρα μου αλλά περιέργως νοιώθω σαν να ήταν χτες. Ζωντανές και παγερές μνήμες που δεν προσπερνιούνται εύκολα. Να γυρνάς και να λες στον γιατρό “τα χρήματα δεν είναι θέμα” και να σου απαντάει “μα τα χρήματα δεν είναι το θέμα”. Να περιμένεις πως και πως τις εξετάσεις να βγουν για να δεις αν ως δια μαγείας το χάος στη ζωή θα μπει ξανά σε τάξη. Μόνο που δεν έχεις καταλάβει ότι αυτό το χάος δεν είναι παρά μία νέα τάξη πραγμάτων μέσα στην οποία πρέπει να μάθεις να ζεις και να αναπνέεις.

Στην αίθουσα νομίζεις πως ο χρόνος έχει παγώσει. Τίποτα δεν αλλάζει. Οι άνθρωποι μπορεί να έρχονται και να φεύγουν αλλά η έκφραση στα πρόσωπά τους είναι πάντα η ίδια. Ένα βλέμμα απελπισίας, απορίας, ανικανότητας ... αγωνίας. Ένα δάκρυ κυλά στο μάγουλο μιας μάνας, μία προσευχή ψιθυρίζεται από τα χείλη μιας γιαγιάς, ένα πρόσωπο κρύβεται μέσα σε μία αγκαλιά. Τίποτα δεν αλλάζει. Η σκηνή είναι πάντα η ίδια, οι ηθοποιοί μόνο αλλάζουν.

Κάθομαι στη γωνία σαν να θέλω να κρυφτώ. Περιμένω τον γιατρό να εμφανιστεί και παρατηρώ την οικογένεια τριγύρω μου. Σιωπηλή και σκυθρωπή. Το νοιώθεις ότι οι σκέψεις τους είναι στο ίδιο πρόσωπο. Νοιώθεις μία αγάπη, μία αγωνία. Κανένας τους δεν αναστενάζει. Όλοι κοιτάζουνε το πάτωμα και συγκρατούν τις αναπνοές τους. Σαν να θέλουν να παγώσουν το χρόνο. Το απόλυτο κενό. Μόνο ο ψαλμός από τα χείλη της γιαγιάς. Μιας γιαγιάς μαυροφορεμένης με το ευαγγέλιο στο χέρι που δεν θέλει να πιστέψει ότι ένα εγγόνι της μπορεί να φύγει πριν απ’ αυτήν. Με το άγχος να διαγράφετε στα πρόσωπά τους ... Κάπως έτσι ήταν και η δικιά μου οικογένεια όταν περιμέναμε έξω από το χειρουργείο. Κάπως έτσι ...

. . .

Έρχεται ο γιατρός και μου κάνει νόημα να περάσω στο γραφείο του. Με δυσκολία σηκώνομαι από την θέση μου. Για μια στιγμή νόμιζα ότι κάποιος με είχε δέσει στην καρέκλα. Έπρεπε για άλλη μια φορά να βρω το κουράγιο να ακούσω τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Περνάω μέσα στο γραφείο του και αρχίζει να μου εξηγεί τις μαγνητικές τομογραφίες, τις εξετάσεις αίματος και ό,τι άλλο είχε μπροστά του. Μου μιλούσε για πάνω από είκοσι λεπτά και εγώ δεν έλεγα τίποτα. Περιέργως για πρώτη φορά δεν πίστευα τι μου έλεγε. Για πρώτη φορά άκουγα κάτι θετικό και δεν ήθελα να τον διακόψω με ερωτήσεις για να μην γρουσουζέψω την στιγμή. Μιλούσε για το πώς οι μαγνητικές δεν έδειχναν τίποτα και εγώ να αναρωτιέμαι “μάλλον λάθος ακούω.” Δεν γίνεται εδώ και ένα χρόνο να μου λέει τα χειρότερα και ξαφνικά ένα πρωινό να μου τα παρουσιάζει όλα ρόδινα. Βέβαια το τι είναι ροδοπέταλο όσο αφορά την υγεία είναι σχετικό. Αλλά όταν είσαι κάθε μέρα για ένα χρόνο στο νοσοκομείο για ακτινοθεραπείες, και ξαφνικά σου λένε ότι κάθε ίχνος έχει εξαφανιστεί ... τότε ο κόσμος είναι όντως φτιαγμένος από τριαντάφυλλα. Οι τελευταίες λέξεις του γιατρού ήταν “Ο πατέρας σου δεν έχει τίποτα. Έχει καθαρίσει τελείως. Πρέπει μόνο να βρει ξανά τις δυνάμεις του και θα πάρει καιρό. Οι ακτίνες και τα χημικά τον έχουν καταπονήσει πολύ. Χρειάζεται υπομονή, πολύ υπομονή.”

Βγαίνω σαστισμένος έξω από το γραφείο του γιατρού. Όχι ότι δεν πίστευα σε ότι μόλις είχε συμβεί αλλά προσπαθούσα να καταλάβω την καινούργια τάξη πραγμάτων στην ζωή μας. Έγειρα σε έναν τοίχο και έκλεισα τα μάτια μου. Αφουγκράστηκα, και το μυαλό μου άρχισε να πλανάται σε χίλιες δυο σκέψεις. Προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω πως μόλις είχε αλλάξει η ζωή μου και η ζωή όλης της οικογένειας μου. Σκεφτόμουν πώς θα ανακοίνωνα τα νέα στους γονείς μου. Περιμένανε τηλέφωνο αμέσως, αλλά χρειαζόμουνα μερικά λεπτά να συγκροτηθώ, να αισθανθώ λίγο ελεύθερος, να νοιώσω την αγωνία και το άγχος να γλιστράνε από το σώμα μου.

Και εκεί που για μία μόνο στιγμή ένοιωσα το βάρος που κουβαλούσα για ένα ολόκληρο χρόνο να φεύγει, ακούω μία κραυγή να διαπερνάει τα σωθικά μου. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω την μάνα στα γόνατα και να σπαράζει. Ο άντρας της να την έχει αγκαλιάσει με όλη του την δύναμη και να της λέει “Κουράγιο ... κουράγιο”. Μόλις τους είχε πει ο χειρούργος ότι η εγχείρηση του παιδιού τους δεν πήγαινε καλά και ότι έπρεπε να προετοιμαστούν για τα χειρότερα. Η μάνα να συνεχίζει να σπαράζει και όλοι οι συγγενείς να κλαίνε σιωπηρά. Μία απόλυτη ησυχία ... ούτε βουητό από τον δρόμο, ούτε συνομιλίες από ανθρώπους, ούτε ένα τρίξιμο από κάποια καρέκλα. Μόνο η κραυγή της μάνας που σπάραζε και φώναζε “Γιατί; Γιατί; Θέλω το παιδί μου ...” Το ίδιο που αναρωτιόμουνα και εγώ όλους αυτούς τους μήνες και απάντηση δεν είχα βρει. “Γιατί; Γιατί;” Σφίχτηκε η καρδιά μου ... βούρκωσαν τα μάτια μου ... στέγνωσε το στόμα μου. Η κραυγές της μάνας είχαν μια μαχαιριά που έκοβε κάθε αναπνοή. Είχε μία γροθιά που έσφιγγε όλες τις καρδιές. Σαν ένα χαστούκι μέσα στον λήθαργο μου ... να με ξυπνάει.

Τι έγινε; Τι έγινε μόλις τώρα; Τι γίνεται αυτήν την στιγμή; Ένα παιδί πεθαίνει στο δίπλα δωμάτιο και δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να κάνω. Δεν είναι δυνατόν αυτό. Δεν υπάρχει λογική. Μία μικρή ψυχή είναι έτοιμη να φτερουγίσει. Θεέ μου, τι γίνεται; Τι κάνεις; Που είναι οι άγγελοι σου τώρα που τους χρειαζόμαστε; Δεν θα έπρεπε ένας να είναι στο προσκεφάλι αυτού του παιδιού; Που είναι οι άγγελοι σου αυτήν την στιγμή; Κάνε κάτι! Μόνο εσύ μπορείς. Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό. Δεν μπορείς τη μία στιγμή να μου λες χαρμόσυνα νέα και την άλλη αυτό. Που είναι οι άγγελοι σου; Γιατί τους κρύβεις; Τόσο κακοί έχουμε γίνει που αποφάσισες να μας τους στερήσεις; Μια μικρή ψυχή φεύγει ... σε παρακαλώ ... κάνε κάτι ... δεν είναι δυνατόν ... έναν άγγελο ... έναν μονάχα άγγελο ...

. . .

Γύρισα σπίτι μου χλωμός και αποκαμωμένος. Η οικογένεια μου είχε μαζευτεί και περίμενε πως και πως τα νέα μου. Τους είχα προετοιμάσει για τα καλά νέα, και είχαν φέρει μέχρι και τα ανίψια μου. Τέτοιες στιγμές είναι μοναδικές και θέλεις όλοι να τις ζούνε. Είχαμε να μαζευτούμε έτσι όλοι μαζί από το πασχαλινό τραπέζι. Κάθισα και τους είπα τα πάντα για τις εξετάσεις και σχεδόν αυτολεξεί τα τελευταία λόγια του γιατρού. Όλοι κρεμόντουσαν από τα χείλη μου στην κάθε λέξη που τους έλεγα. Να βλέπατε μόνο τα χαμογελά τους θα καταλαβαίνατε. Για μια στιγμή ο μικρότερος αδελφός μου άνοιξε και σαμπάνια. Έπρεπε να το γιορτάσουμε. Ένα ολόκληρο χρόνο δίναμε μάχη με τον καρκίνο. Δεν μας θυμάμαι να ήμασταν ποτέ τόσο ενωμένοι ... όλοι γύρω από τον πατέρα μας.

Ήταν όλοι τόσο χαρούμενοι, μα τόσο χαρούμενοι, και η δική μου ψυχή τόσο μαυρισμένη. Δεν ήξερα σε ποιον να πω τον πόνο μου. Πως τα φέρνει έτσι η ζωή. Να θέλω να χαρώ και να μην μπορώ. Να θέλω να γελάσω και να μου έρχονται κλάματα. Αυτή η ψυχή του παιδιού ... που να είναι τώρα. Σύρθηκα στην κυριολεξία στο κρεβάτι μου και ξάπλωσα με τα ρούχα μου. Μόνο τα παπούτσια κατάφερα και έβγαλα και κουκουλώθηκα με το πάπλωμα ολόκληρος ... ως πάνω πάνω να κρύψω το κεφάλι μου ... να χωθώ μέσα στα σκεπάσματα. Ήθελα τόσο μα τόσο πολύ μια αγκαλιά και δεν είχα έναν άνθρωπο να μου την δώσει. Ένα άνθρωπο να με χαϊδέψει, να μου πει ότι αύριο η μέρα θα είναι πάλι λαμπερή, ότι αύριο όλα θα είναι ένα παρελθόν. Και έτσι έκλεισα τα μάτια μου και αποκοιμήθηκα. Αποκοιμήθηκα βαριά και σιωπηλά μέχρι το άλλο πρωινό.

Εκείνο το βράδυ είδα όνειρα. Πολλά όνειρα. Και όλα είχαν αγγέλους ... να μ’ αγκαλιάζουν και να με φιλάνε.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 17, 2006

As simple as that … my world collapsed

(Feels like spring time! 17 February 2006)

An angel from my past just whispered …

“I have taken a new position at Boston … bla bla bla ... a robust customer relationship management technology infrastructure bla bla bla ... I am going to be hiring some technology help soon. This project has your name all over it! Are you available?”

AAAAAAAAAAAARRRRRGGGGGHHHHH!
Someone please … take me out of my misery. Please …

Its 9:30 in the morning back home. Time for a Starbucks coffee with my buddies, time to laugh, time to create, time to conquest the world! I wish I was home … please someone take me out of my misery …

… and I was in such a great mood today … such a great mood …
fuck … fuck … fuck …

Και αυτή η γαμημένη αμυγδαλιά στον κήπο
για πότε σκέφτεται να ανθίσει;

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 16, 2006

Fame ...
Ιστορίες καθημερινής τρέλας στο γραφείο


Γιώργος: Με φωνάξατε κ. Ανδρέα;

Ανδρέας: Ναι ... για πες μου κ. Γιώργο ... αναρωτιόμουνα πως πήγε η οντισιόν;
Γιώργος: Πια απ’ όλες;

Ανδρέας: Υπήρξαν πολλές; Αυτή στο Dream Show;
Γιώργος: Α! αυτή ... δεν άρεσα στον Ψινάκη ...
αλλά θα του δείξω εγώ ... έχει ουρά η αχλάδα ...

Ανδρέας: Ποιος έχει ουρά;;;
Γιώργος: Η αχλάδα ... κ. Ανδρέα .. πολύ καιρό λείψατε στην Αμερική! Από στιγμή σε στιγμή περιμένω τηλέφωνο από τον agent μου για να μου πει για το
Fame Story Live της Κυριακής … η συνήθεια που έγινε λατρεία!!! (σε στάση John Travolta στο Saturday Night Fever)

Ανδρέας: Έχεις ατζέντη;
Γιώργος: Και ατζέντη έχω, και μακιγιέρ έχω και κομμωτή έχω. Στυλίστα δεν χρειάζομαι. Έχω αναλάβει εγώ το
styling μου. (φοράει κάπρι με αρβύλες και ένα πουκάμισο με μισές τσέπες και κάτι άλλα που δεν μπορώ να τα περιγράψω ... απλά τα έχω συνηθίσει μετά από δύο χρόνια και βαρέθηκα να τον κράζω για την εμφάνισή του)

Ανδρέας: Δηλαδή αν σε χρειαστώ Κυριακή βράδυ για δουλεία να μην ...
Γιώργος: Πάρτε για να μου πείτε καλή τύχη αν και το ακούνητο μου θα το έχει ο α
gent μου. Να σας τραγουδήσω κάτι; Μια Βίση; Έναν Σάκη;

Ανδρέας: Κ. Γιώργο ... είμαστε σε γραφείο ... ούτε Σάκη, ούτε Σούλα, ούτε Κούλα.
Γιώργος: Μάλιστα αφεντικό. Ξέχασα ... Σοβαρότης

Τρίτη, Φεβρουαρίου 14, 2006

Έρως ... ο παλμός μιας πόλης

Δυνατή μουσική παντού, νέον φώτα απ’ έξω να σε ζαλίζουν και το μάτι αχόρταγο. Να θέλω να τ’ αγοράσω όλα. Να έχω χαθεί μέσα στα CD και να μην ξέρω τι να πρωτοδιαλέξω. Σαν παιδάκι σε μαγαζί με καραμέλες. Με κοιτάει η Beatrice και με μια γκριμάτσα μου λέει “Every time we come here you scare me!”.

Και η μουσική να παίζει όλο και πιο δυνατά και με πιο γρήγορο ρυθμό. Λατρεύω το Tower Records. Πόσα απογεύματα είχα περάσει εδώ ως φοιτητής να ακούω όλες τις καινούργιες επιτυχίες. Ερχόμουν με την Βεατρίκη όταν είχαμε αφραγκιές, σχεδόν κάθε εβδομάδα δηλαδή, και περνάγαμε τα σαββατόβραδά μας ακούγοντας μουσική και χορεύοντας. Μετα βίας προλαβαίναμε το underground. Πότε στο Jazz όροφο, πότε στον Soul, πότε στον Pop. Από Σινάτρα πηγαίναμε στην Kylie. Από soul στα ροκ. Ότι ήθελε η ψυχή μας κάναμε. Τρία χρόνια έχουμε να βρεθούμε και ένα είναι σίγουρο. Και οι δυο μας λάμπουμε από χαρά. Έχουμε τρεις μόνο μέρες να ανανεώσουμε την φιλία μας. Τρεις μόνο μέρες να την επαναφορτίσουμε. Τόσα να πούμε και τόσα να κάνουμε. Και εκεί που μου διηγείται για τις σκανδαλιές του Danniel, του βαφτισιμιού μου, ακούγεται από τα ηχεία το “Come Fly With Me” του James Darren … από τα πιο αγαπημένα μας swing τραγούδια. “Remember?” - Come fly with me, let's fly, let's fly away ... – Πάει η σοβαρότητα πάνε οι προβληματισμοί και αρχίζουμε να χορεύουμε μέσα στους διαδρόμους swing. Ο κόσμος να μας κοιτάει αλλά εμείς πλήρη αδιαφορία. Να κάνουμε τις χαζές φιγούρες μας, εκείνες που μόνοι μας εφεύραμε με τον καιρό, και να τους έχουμε όλους μα όλους γραμμένους. Έχουμε μια μοναδική ευκαιρία να γυρίσουμε το ρολόι 15 χρόνια πίσω και κανείς δεν θα μας σταματήσει. - You may hear angels cheer 'cause we're together Κανείς δεν μπορεί να μας σταματήσει ... εκτός ...

. . .

Το κινητό χτυπάει και συνειδητοποιούμε ότι έχουμε στήσει τους πάντες. Τρέχουμε έξω από το Tower Records και βρισκόμαστε στην καρδιά του Λονδίνου. Ο Έρως στέκεται αγέρωχος πάνω στο συντριβάνι με φόντο τις τεράστιες νέον διαφημίσεις. Τόσα ραντεβού έχω δώσει σε αυτά τα σκαλοπάτια κάτω από τον φτερωτό θεό και πρώτη φορά πρόσεξα ότι δεν κρατάει βέλος. Μάλλον θα σκόρπισε ήδη τον έρωτα και δεν τον πρόλαβα...

Όλα τα φιλαράκια έχουν μαζευτεί. Εφτά στο σύνολο, ζωή να έχουμε, και όλοι περιμένουν από εμένα να τους δείξω το Λονδίνο για πρώτη τους φορά. Κοιτάνε τριγύρω τους με το στόμα ανοιχτό. Την Piccadilly ... την Regency ... τις τεράστιες διαφημίσεις που λάμπουν πιο πολύ και από τον μουντό Λονδρέζικο ήλιο; Τους έχω πει τόσες μα τόσες ιστορίες ... αναμνήσεις ... αναμνήσεις γεμάτες αισθήματα, γεμάτες ρυθμό, λαχτάρα για ζωή!

“Από δω” τους λέω, και τους δείχνω την Leicester Square που μια φορά δεν την έχω δει να μην εκπέμπει ζωή. Περνάμε τα φανάρια απέναντι χωρίς απώλειες και μπαίνουμε στην καρδιά της πλατείας. Εκατοντάδες άνθρωποί τριγύρω μας από όλο τον κόσμο. Δεκάδες διαφορετικές γλώσσες, δεκάδες διαφορετικές φυλές. Στο βάθος ακούγεται ο ρυθμός της ζωής να πλησιάζει. Κατεβαίνει από την Regency και όπου να ‘ναι φτάνει και στην πλατεία. “Από πού έρχεται αυτή η μουσική” ρωτάει ο Φίλιππος. Μια ζωή D.J. πάντα πρόσεχε την μουσική. Ένας συνδυασμός ντραμς, χεριών και άλλων αυτοσχέδιων οργάνων. “Έρχεται”. “Τι έρχεται;” με ξαναρωτάει. “Η ζωή που σου έλεγα. Έρχεται”. Και πριν προλάβω να τελειώσω την φράση μου η πλατεία γεμίζει με δεκάδες Χάρε Κρίσνα. Όλα τους παιδιά ... ήταν δεν ήταν 18. Οι περισσότεροι με ξυρισμένο κεφάλι και με άσπρους μανδύες. Να παίζουν τα ντράμς και να χτυπάνε παλαμάκια με ρυθμό σαν να μη υπάρχει αύριο. Να τραγουδάνε ακαταλαβίστικα λόγια και τριγύρω τους, δεκάδες άλλοι άνθρωποι να χορεύουν και να ζουν τον ρυθμό που καθορίζουν τα τύμπανα. “Τι λένε; Τι λένε;” με ρωτάει η Ιωάννα. “Τραγουδάνε tongue language. Είναι το τραγούδι της ψυχής ... η γλώσσα με την οποία μιλάει η ψυχή από μέσα σου. Βρίσκονται σε έκσταση όταν βγάζουν αυτούς τους ήχους. Δεν θα χορέψεις;” Με κοιτάει με ένα ύφος απαξιώτικο, αλλά μάλλον δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι όλη η Leicester Square έχει μπει στον ρυθμό των Χαίρε Κρίσνα και χορεύει. Όλοι χτυπάνε παλαμάκια μαζί τους και κάνουν ατελείωτους κύκλους τριγύρω τους. Να συντονίζονται εκατοντάδες καρδιές σε ένα ρυθμό ... να συναντιόνται εκατοντάδες ψυχές σε ένα ξέφρενο χορό. Μάτια να λάμπουν, χαμόγελα με την δική τους ιστορία, αγγίγματα που σημαίνουν τόσα μα τόσα πολλά ...

Μπαίνω και εγώ μέσα στον χορό και τραβάω και τους φίλους μου. Η Beatrice και εγώ να χορεύουμε σαν χαζοχαρούμενα. Να χοροπηδάμε μέσα στον ρυθμό και να γελάμε ανέμελα όπως τότε που ήμασταν 21. Τόσο εύκολα ξεχνάς τις έγνοιες σου; Τόσο εύκολα! Είχα ξεχάσει πως είναι να γεύεσαι την κάθε στιγμή. Όλα τα προβλήματα πίσω στην πατρίδα με έχουν πνίξει και έχω ξεχάσει πως είναι να ζω ... πως είναι πραγματικά να ζω!

. . .

Έτσι όπως ήρθανε σαν ανεμοστρόβιλος και ξεσήκωσαν την πλατεία, έτσι φύγανε. Κανείς δεν κατάλαβε τι έγινε. Κοίταξα τους φίλους μου και τους βρήκα όλους να χοροπηδάνε στον απόηχο των ταμπούρλων. Όλοι χαμογελάγανε με ένα βλέμμα σαστισμένο. Τι έγινε; Ξυπνήσαμε από τον λήθαργο μας; Σήμερα το πρωί παλεύαμε να προλάβουμε την πτήση για Λονδίνο και τώρα χορεύουμε στην Leicester Square;

“Παμε Covent Garden!” Δίνω το πρόσταγμα και όλοι μαζί περνάμε απέναντι τα φανάρια χωρίς καμιά απώλεια για άλλη μια φορά. “Είπαμε, κοιτάμε πρώτα δεξιά, και μετά αριστερά. Υπάρχουν και βελάκια κάτω στον δρόμο αν μπερδεύετε το δεξί με το αριστερό”.

Φτάνουμε στο πεζόδρομο του Covent Garden. Παντού τραγουδιστές, ζογκλέρ, και ταχυδακτυλουργοί. Ένα μικρό πανηγύρι. Μπροστά από την στάση του μετρό ένα pop γκρουπ, λίγο πιο κάτω ένας μίμος, εκεί στην γωνία ένας τζαζίστας με σαξόφωνο. Όλοι να προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή του κόσμου και όλοι να ελπίζουν σε κάποιο κυνηγό ταλέντων που θα τους ανακαλύψει ... όπως τότε με τους Beatles και τόσα άλλα διάσημα ονόματα που πέρασαν από αυτό εδώ το πλακόστρωτο.

Έχει αρχίσει πλέον και βραδιάζει. Οι ακτίνες του ήλιου μετα βίας μας αγγίζουν μέσα από τα σύννεφα. “Από εδώ” τους λέω και τους κάνω νόημα να μπούμε μέσα στην αγορά. Τα μαγαζάκια γεμάτα κόσμο, και όλα τα κορίτσια να θέλουν να μπουν μέσα να ψωνίσουν. Με δυσκολία τις τραβάω από τις βιτρίνες γιατί έχω άλλα σχέδια στο μυαλό μου. Πάμε προς την ανατολική πλευρά της αγοράς γιατί εκεί ελπίζω να τους δείξω το πάθος για ζωή όπως τους είχα υποσχεθεί. Τόσες φορές έχει συμβεί. Γιατί αυτήν την φορά να είναι διαφορετικά;

Και καθώς πλησιάζουμε το ακούω να αναδύεται μέσα από το κατώτερο διάζωμα ... το πάθος ... το πάθος για ζωή ... το ξαναβρίσκω μετά από τόσα χρόνια. Μία απίστευτη ησυχία κουκουλώνει την πολύβουη αγορά και οι τελευταίες ακτίνες του ηλίου διαπερνούν την γυάλινη οροφή για να ροδοκοκκινίζουν τα πρόσωπα όλων. Παίρνουμε όλοι μας θέση τριγύρω και η μελωδία ξεκινάει. Όλοι σωπαίνουν για να ακούσουν τον τενόρο να τραγουδάει “Nessun dorma!... Nessun dorma!...” Νομίζω ότι πλέω σε πελάγη ευτυχίας. Ένας τενόρος με συνοδεία ενός έγχορδου quartet. Η αγαπημένη μου άρια. Αν μου έλεγε κανείς, πριν από μία εβδομάδα ότι θα βρισκόμουν στην καρδιά του Λονδίνου να ακούω όπερα του Puccini θα γελούσα.

“Τι λέει; Τι λέει;” ρωτάει η Αλίκη. Γυρνάω να της απαντήσω και βλέπω μία Αλίκη με γουρλωμένα μάτια να κοιτάει τον τενόρο μην της ξεφύγει τίποτα. Είναι να μην το πιστεύεις. Πριν από μερικές ώρες που πρότεινα στο αεροπλάνο να πάμε όπερα γελούσε με την ιδέα. Η Αλίκη που θεωρεί τον Αντώνη Ρέμο κουλτούρα, να έχει μείνει με ανοιχτό το στόμα. “Κανείς δεν κοιμάται, κανείς δεν κοιμάται, ούτε εσύ πριγκίπισσα ... Κανείς δεν ξέρει το όνομά μου ... μόνο το στόμα σου μπορεί να το αποκαλύψει.” της απαντάω.

Και ο τενόρος να συνεχίζει και η φωνή του να απλώνεται σαν ένα μαγικό πέπλο όπως η νύχτα. “Ed il mio bacio scoglierà il silenzio che ti fa mia!” Να μεταφράζω στην Αλίκη ψιθυριστά για να μην ενοχλήσω τους γύρω μου … “Το φιλί μου θα σπάσει την ησυχία και θα γίνεις δικιά μου” ... και να έχει βουρκώσει. Και η τελευταία ακτίνα του ηλίου να την φωτίζει και να είναι τόσο μα τόσο όμορφη.

Και να φτάνει στο αποκορύφωμα με το “Vincerò! Vincerò!” και ο κόσμος να έχει μείνει με το στόμα ανοιχτό. Η Αλίκη να πεθαίνει στην αγωνία για να μάθει τι σημαίνει “Vincerò” και να της ψιθυρίζω στο αυτί “Θα νικήσω! Θα νικήσω! Ο άγνωστος πρίγκιπας λέει στην πριγκίπισσα ότι θα νικήσει και θα κερδίσει την αγάπη της με το ξημέρωμα”. Και ο κόσμος να χειροκροτάει και να ζητωκραυγάζει! Η φωνή του τενόρου να έχει αγγίξει τις καρδιές όλων. Το πάθος του πρίγκιπα για ζωή και έρωτα να έχει γίνει πάθος όλων. Όλοι στην παρέα να με κοιτάνε βουρκωμένοι σαν να μην θέλουν να πιστέψουν τι έγινε μόλις τώρα, και η Άλικη με δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά της, να μου ψιθυρίζει στο αυτί ...

“Θέλω και εγώ να ερωτευτώ, θέλω και εγώ!”


Turandot by Puccini
Nessun_dorma.mp3
Il
Principe – Ο Πρίγκιπας


Nessun
dorma!... Nessun dorma!...
Κανείς δεν κοιμάται, Κανείς δεν κοιμάται

Tu pure, o Principessa,
Ούτε και εσύ πριγκίπισσα

nella tua fredda stanza
μέσα στο κρύο σου δωμάτιο

guardi le stelle che tremano
κοίτα τα αστέρια που τρέμουνε

d'amore e di speranza!
με αγάπη και ελπίδα! Ma il mio mistero
Αλλά το μυστήριό μου

è chiuso in me,
είναι κλειδωμένο μέσα μου

il nome mio nessun saprà!
το όνομα μου κανείς δεν ξέρει

No, no, sulla tua bocca lo dirò,
Όχι, όχι, μόνο το στόμα σου μπορεί να το πει

quando la luce splenderà!
όταν το φως της ανατολής θα λάμψει

Ed il mio bacio scoglierà

Το φιλί μου θα σπάσει

il silenzio che ti fa mia!
την σιωπή και θα γίνεις δικιά μου!

Dilegua, o notte! tramontate, stelle!
Αναχώρησε νύχτα! σβήσε τα αστέρια!

Tramontate, stelle! All'alba vincerò!
Σβήσε τα αστέρια! Με το ξημέρωμα θα νικήσω

Vincerò! Vincerò!
Θα νικήσω! Θα νικήσω!

Τρίτη, Φεβρουαρίου 07, 2006

Unforgettable Weekend ... Why I am back?

British Parliament

Piccadilly Circus

Covent Garden

Tower Bridge

British Parliament

Shopping Therapy @ Selfridges ... shop till drop dead!

London National Gallery
...είμαστε ΚΑΙ κουλτουριάρηδες!

Chandelier ... I just like it!

Liberty ... just another store.

Eros at Piccadilly Circus

Harrods! What else?

Harrods Fooooooood Court!

Chinese New Year at Oxford Circus ... The year of the dog.

London Eye ... still keep spinning!

My new godson!!! Daniel

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 01, 2006

Πόσο Χαμηλά ...

Half Note Δευτέρα βράδυ … στο background o SONNY & το SONNY FORTUNE QUARTET. Δεύτερο τραπέζι στην πίστα τρία φιλαράκια, τα κινητά τους, αλκοόλ και ξηροκάρπια.

Κινητό: Μπιπ Μπιπ
Ανδρέας: Έχω μήνυμα
Φίλιππος: Από την Χριστίνα;
Ανδρέας: Πιο πιθανό να μου στείλει SMS το παγάκι στο ουίσκι παρά η Χριστίνα
Χρήστος: Η Χριστίνα είναι η πρώην;
Ανδρέας: Δεν πρόλαβες να την γνωρίσεις. Τι να σου κάνω. Κάτσε στην Θεσσαλονίκη σου. Χάνεις όλα τα επεισόδια. Την Παρασκευή της έδωσα τα παπούτσια στο χέρι. Ήταν αυτή και οι χιονάνθρωποι την περασμένη εβδομάδα με το ψύχος. Τι να σου πω ... έλιωνε για μένα.
Κινητό SMS: “Θέλεις να βρεθούμε; Χριστίνα”
Κινητό SMS: “Του χρόνου με τον επόμενο χιονιά! Ανδρέας”

. . .

Χρήστος: Καλέ κυρίες που είναι τα πλεκτά σας; (Στο πρώτο τραπέζι της πίστας ήρθανε και κάτσανε τα καπή)
Φίλιππος: Το ξέρεις ότι εγώ μικρός έπλεκα ...
Ανδρέας: Τι έπλεκες; Ζιπουνάκια;
Χρήστος: Ήξερες και στραβοβελονιά;
Ανδρέας: Σε βάζανε ποτέ να κρατάς το νήμα για να το κάνουν κουβάρι; Μαζευόντουσαν όλες οι θείτσες μαζί με την μάνα μου και με της ώρες μέχρι ...
Χρήστος: ... μέχρι που πάθαινα αγκύλωση. Και με κατσαδιάζανε αν δεν το κρατούσα καλά!

. . .

Φίλιππος: Α! Δεν σου είπα, μίλησα χτες με την Μαρία και κανόνισα να πάμε την Πέμπτη στον Αρναούτογλου.
Χρήστος: Ποια είναι η Μαρία;
Ανδρέας: Μία συγχωριανή μου που είναι στο πρωινάδικο του Mega
Χρήστος: Και γιατί θα πάτε;
Ανδρέας: Της είπα πως θα ήταν ενδιαφέρον να δω τι γίνεται στα παρασκήνια, και πήγε αυτός ο χαμένος και το κανόνισε. Άπλα κουβέντα έκανα.
Φίλιππος: Άσε ... μου λέει πως θέλει να σου γνωρίσει πολύ κόσμο.
Ανδρέας: Πάλι με τα προξενιά της; Τέτοιο κελεπούρι είμαι;
Φίλιππος: Εγώ θέλω να γνωρίσω την ....
Ανδρέας: Αυτήν που μερικές φορές βοηθάει στο μαγείρεμα και είναι όλο νάζι;
Φίλιππος: Ναι, αυτήν! (με χαμόγελο Colgate)
Ανδρέας: “Αχ Μαρία μου, τι είναι το κουνουπίδι ... για να ανοίξω τον Μπαμπινιώτη να δω τι γράφει ... Αχ ... καλέ είναι ζαρζαβαβατικό. Μαρία ... τι είναι το ζαρζαβαβατικό;” Με κάτι τέτοιες πάς και μπλέκεις και μετά έρχεσαι και μου κλαίγεσαι.
Φίλιππος: Θα είναι και η Γωγώ καλεσμένη
Ανδρέας: Ποια; Αυτή που έχει γνωρίσει την μισή Ελλάδα;
Χρήστος: Εγώ πρέπει να είμαι στην άλλη μισή Ελλάδα.
Ανδρέας: Μαζί και εγώ. Με αυτήν θέλει να με προξενέψει;
Φίλιππος: Όχι, όχι, θέλει να σου γνωρίσει τα μοντέλα ...
Ανδρέας: Οοοο ... Οοοοοοοο! Μοντέλα ... ο Μπάρκουλης!!!

. . .

Για να δείτε πόσο χαμηλά μπορεί να πέσει ένας άνθρωπος ...
... σήμερα πήγα και κουρεύτηκα!