Τρίτη, Φεβρουαρίου 27, 2007

Με συγχωρείτε κύριε ... με πυροβολήσανε

Δύο εβδομάδες μπροστά σε ένα computer είναι ικανές να βγάλουν knock out ακόμα και εμένα! Για την ακρίβεια δεν είναι δύο εβδομάδες αλλά σχεδόν 10 μέρες που από το πρωί μέχρι το βράδυ είμαι μπροστά σε δύο οθόνες υπολογιστών και τρέχω να προλάβω προθεσμίες. Έφτιαξα και μια μακέτα για ένα διαφημιστικό σήμερα και δεν άρεσε σε κανέναν. Ωραία, είπα, Ένα πεντάωρο στα σκουπίδια!

Τα πήρα και εγώ (ξέρετε που), ένοιωθα που ένοιωθα σκουριασμένος και αποφάσισα να πάω για jogging, εκεί γύρω στις εννέα το βράδυ. Ξεσκόνισα τα αθλητικά μου παπούτσια, πήρα και το iPod για παρέα και πήρα τους δρόμους βραδιάτικα. Τα πρώτα 400 με 500 μέτρα ήμουνα αθληταράς. Είχα σταθερό ρυθμό, σωστές εισπνοές - εκπνοές ... μέχρι που το αριστερό μου πόδι άρχισε να παραπονιέται. Ο ρυθμός έπεσε σε γοργό βήμα μέχρι που λίγο πιο κάτω, κάπου εκεί σ’ ένα φούρνο-ζαχαροπλαστείο, άρχισε να γκρινιάζει και το στομάχι μου. Οι αναπνοές μου με εγκαταλείψαν τελείως και το γοργό βήμα σύντομα έγινε γρήγορο περπάτημα μέχρι που έφτασα στο Video Club και πλέον άρχισα να χαζεύω αφίσες με καινούργιες ταινίες.

Κάποια στιγμή που λέτε, και εκεί που πλέον χάζευα βιτρίνες στα κλειστά μαγαζιά, φρενάρει απότομα ένα μεγάλο μαύρο τζίπ δίπλα μου με ραγισμένο παρμπρίζ. Ο οδηγός άρχισε να μου φωνάζει αλλά εγώ, με την μουσική στα αυτιά, κατάφερα να ακούσω μόνο μερικές λέξεις από όσα έλεγε. “Κύριε, κύριε ... με πυροβολήσανε”. Περιττό να σας πω τις εκατοντάδες … να μη πω χιλιάδες σκέψεις που περάσανε από το νου μου εκείνη τη στιγμή. Όλες οι σκηνές χολυγουντιανών ταινιών που έχω δει με μαφία, γκάκστερς και αστυνομικούς παίξανε για δευτερόλεπτα μπροστά μου.

Βγάζω τα ακουστικά και ο οδηγός μου φωνάζει την πιο σουρεάλ φράση που έχω ακούσει ποτέ ... “Έχω χαθεί και θέλω να βγω στην Μεσογείων, για να πάω στο νοσοκομείο Γεννηματά, να βρω τον γιο μου, και είμουνα στην αττική οδό, και με έχουν πυροβολήσει, και πυροβόλησαν και μια άλλη γυναίκα ...” και κάπου εκεί ήταν που τον έχασα και πλέον δεν άκουγα τίποτα άλλο.

Δηλαδή πόσο άτυχος πρέπει να είσαι; Να έχεις γιο στο νοσοκομείο, να είσαι μέσα σε τρελό άγχος, να σε πυροβολάνε την στιγμή που τρέχεις τουλάχιστον με εκατό ... και να χάνεσαι μέσα σε σκοτεινά στενά κ’ από πάνω! Και εκεί που τον συνάντησα ούτε που κατάλαβα πως βρέθηκε διότι η έξοδος δεν έχει καμιά σχέση. Ποίος ξέρει πόση ώρα έκοβε βόλτες στην περιοχή.

Εν ολίγοις, ο άνθρωπος ούτε μαφιόζος ήτανε ούτε ήθελε να με απαγάγει όπως στην αρχή νόμιζα. Το αντίθετο μάλιστα. Όταν του έδειξα τον δρόμο με κατ’ ευχαρίστησε και μόνο άγαλμα δε μου ‘φτιαξε. Απ’ ότι μου είπε, οδηγούσε στην Αττική οδό και κάποιος τον πυροβόλησε με αεροβόλο. Αναγκάστηκε να σταματήσει στην άκρη να δει τι έγινε και βρήκε και ένα άλλο αμάξι με οδηγό μια γυναίκα που και αυτήν την είχαν πυροβολήσει. Όταν κοίταξα στο ραγισμένο τζάμι καλύτερα είδα ένα κομμάτι σίδερο, σαν μια τεράστια βίδα, πάνω από δέκα εκατοστά μήκος και είχε σφηνώσει στο τζάμι κάθετα. Αν το γυαλί δεν το είχε συγκρατήσει αμφιβάλω αν ο άνθρωπος αυτός θα ζούσε τώρα. Δεν πάει καλά ο κόσμος!!!

Αυτά τα νέα ...

Κυριακή, Φεβρουαρίου 11, 2007

Boss' Diary: H Μαύρη Τρούφα

Χτες αργά το βράδυ ...
- Κύριε Ανδρέα ... αύριο μη ξεχάσετε τον αγιασμό. Έχουμε πει στον πάτερ Παναγιώτη στις 2 ακριβώς.
- Και για πες μου δεσποινίς Βάσω ... τα έχετε οργανώσει όλα; Καντήλι, λάδι, φυτίλι και λοιπά;
- Μα κύριε Ανδρέα ... ο αδελφός σας είπε ότι εσείς θα τα κανονίζατε όλα; Επίσης πρέπει να φέρετε και μια βασιλόπιτα!
- Δηλαδή εσείς τι έχετε οργανώσει;
- Τον παπά φυσικά! Το πιο δύσκολο απ’ όλα ... ξέρεται τι τράβηξα για να τον βρω; Όλο σε αγιασμούς και πίττες είναι αυτές τις μέρες.
- Καλά καλά ... με ‘πείσατε (μουρμούρισα)
- Α!!! Και μη ξεχάσετε και το φλουρί ... μην έχουμε τα περσινά χάλια.
- Τα προπέρσινα εννοείτε και δεν το ξέχασα εγώ το φλουρί ...


Σήμερα το πρωί ...

- Κα Αλεξάάάάνδρα έτοιμη η βασιλόπιτα;
- Έτοιμη! Έτοιμη ... της έχω βάλει και έξτρα ρούμι.
- Μα δεν ξέρω εγώ καμιά βασιλόπιτα με ρούμι. Βασιλόπιτα με φλουρί ξέρω εγώ ...
- Δεν ξέρω τι κάνετε εδώ αλλά από ‘κει που είμαι εγώ, βάζουμε μπόλικο ρούμι.
- Κα Αλεξάνδρα ... βότκα βάζετε (κάποια χώρα από το πρώην ανατολικό μπλόκ) και όχι ρούμι. Δεν είστε από την Καραϊβική!
- Δεν είχα βότκα και έβαλα ρούμι ... τι να σας κάνω. Αλλά μην ανησυχείτε έχει το φλουρί. Έμαθα ότι το ξεχάσατε πέρυσι!
- Δεν ήταν πέρυσι!!! Πρόπερσι ήτανε και δεν ήμουνα ... αφήστε το (μουρμούρισα και συνέχισα να ψάχνω στα ντουλάπια)
- Και τι ψάχνετε στα ντουλάπια;;;
- Εχμμμ ... έχουμε και αγιασμό και θέλω λάδι, καντήλι και αυτό με τα καρβουνάκια.
- Να ... πάρτε αυτό το λάδι (και μου δίνει ένα μικρό σφραγισμένο μπουκαλάκι με λάδι τόσο ωραίο διακοσμημένο που νόμιζες ότι ήταν κάποιο ακριβό κρασί). Μας το ‘φεραν δώρο μέσα σε καλάθι με ποτά και κανείς δεν το χρησιμοποιεί.


Σήμερα το μεσημέρι

- κ. Ανδρέα ... το λάδι που μας φέρατε είναι αρωματικό;
- Τι εννοείτε δεσποινίς Βάσω; Λάδι για μαγείρεμα είναι όχι για μασάζ.
- Να ... επειδή μυρίζει κάπως ...
- Τι να σας πω ... ότι βρήκα έφερα. Βάλτε αυτό γιατί έχουμε και άλλες δουλειές ...

Και να σας πω την μαύρη αλήθεια δεν έδωσα πολύ σημασία στα λεγόμενα της δεσποινίς Βάσως και γύρισα την αρχοντομουτσουνάρα μου πίσω στο μόνιτορ του υπολογιστή προσπαθώντας να τελειώσω ένα φαξ πριν έρθει ο πάτερ Παναγιώτης.

Το προσωπικό, εντωμεταξύ, είχε αρχίσει να μαζεύεται, τριγύρω απ’ το τραπεζάκι που είχαμε στήσει πρόχειρα για τον αγιασμό, και το συνηθισμένο πλέον κους-κους είχε αρχίσει να φουντώνει. Δεν έδινα και πολύ σημασία, παρόλο που κάνανε απίστευτη φασαρία, αλλά για μια στιγμή βλέπω τον Γιάννη να ανοίγει το παράθυρο και όλοι να ξεσπάνε σε γέλια. Έτοιμος ήμουνα να πάω μέσα να τους βρίσω αλλά με πρόλαβε ο πάτερ Παναγής που έφτασε με συνοδεία τον πεντάχρονο εγγονό του ... Παναγιώτη στο όνομα επίσης.

Και αρχίζει ο πάτερ Παναγής τους ψαλμούς και τις προσευχές, και αρχίζουμε και εμείς να κάνουμε τον σταυρό μας με κάθε “Κύριε ελέησον”. Και μάλλον ο Κύριος ήθελε να μας ελεήσει μεν αλλά και να μας μποχιάσει δε. Στην αρχή σκέφτηκα ότι κάποια νοικοκυρά μαγείρευε με μπόλικο σκόρδο κοκκινιστό μοσχαράκι και έμπαινε η μυρωδιά από το παράθυρο, αλλά τα λεπτά περνάγανε και η μυρωδιά γινότανε όλο και ποιο έντονη. Και κάπου εκεί στο εικοστό “Κύριε ελέησον” ήταν που συνειδητοποίησα ότι η κοντινότερη πολυκατοικία ήτανε τουλάχιστον εκατό μέτρα μακριά και εκτός αν οι γειτόνισσες μαγείρευαν κάνα τσουκάλι στιφάδο όλες μαζί, ήταν φύση αδύνατον να μυρίζει τόσο πολύ!

Και ο παπάς να συνεχίζει να ψέλνει, και εμείς να συνεχίζουμε να κάνουμε τον σταυρό μας και να προσευχόμαστε το μαρτύριο να τελειώσει γρήγορα γιατί η μυρωδιά του σκόρδου πλέον είχε αλλάξει κάτι προς χαλασμένα μανιτάρια του δάσους σοταρισμένα με σκόρδο και σβησμένα με ξινό κόκκινο κρασί! Την μεγαλύτερη πλάκα δε, την είχε ο εγγονός του πάτερ Παναγή που έκανε απίστευτες γκριμάτσες με την μπόχα και με το δεξί του χέρι να το κουνάει πέρα δώθε κάνοντας δήθεν αέρα!!!

Και ο πάτερ Παναγής τελειώνει επιτέλους τις προσευχές, μας εύχεται καλή χρονιά και καλές δουλείες, και κόβει στα τέσσερα την βασιλόπιτα κάνοντας ένα σταυρό. Και εκεί που κάνει τον σταυρό με το μαχαίρι, πετυχαίνει το φλουρί που η κυρία Αλεξάνδρα είχε φροντίσει να βάλει ακριβώς στο κέντρο της πίτας, και με έναν επιδέξιο χειρισμό που μόνο ένας Jedi με το φωτοσπαθό του μπορεί να το καταφέρει, πετάει το φλουρί στον αέρα!

Πρέπει να κουνούσα το κεφάλι μου με απόγνωση όταν ο πάτερ γύρισε και μου είπε ... “Κ. Ανδρέα, νομίζω ότι ήρθε η σειρά σας τώρα ...” και μου παραδίδει το μαχαίρι για να συνεχίσω με το κόψιμο της πίτας. Τι να συνεχίσω δηλαδή, σκεφτόμουνα, εφόσον δεν μας πάει αυτό το έθιμο. Πρόπερσι ξεχάσαμε το φλουρί. Πέρυσι ξεχάσαμε να το ανακοινώσουμε και δεν ήρθε σχεδόν κανείς. Φέτος όλα καλά μόνο που κοντεύουμε να λιποθυμήσουμε και το φλουρί το ‘παίζει μεξικάνικο πηδηχτό φασόλι!

Κάνω δυο βήματα και βρίσκομαι δίπλα στον πάτερ, μπροστά μου η πίτα και το καντήλι να σιγοκαεί το λαδάκι του. Και μα το θεό, ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί εκείνη την στιγμή με αυτό που είπα, αλλά αντί να αρχίσω να κόβω τα κομμάτια για τον Χριστό, την παναγιά και τον φτωχό, γύρισα και ρώτησα τα υπόλοιπα παιδιά ... “Ποίος μαγειρεύει εδώ μέσα με σκόρδο;” ... και η σκέψη ότι ο πάτερ μπορεί και να είχε φαει μισό κιλό τζατζίκι (!!!) πέρασε από το μυαλό μου, διότι πλέον η μπόχα στο τραπέζι είχε φτάσει στο απροχώρητο.

“Μα κύριε Ανδρέα ...” μου λέει η δεσποινίς Βάσω με λίίίίίίίγο εκνευρισμένο ύφος ... “σας είπα ότι το λάδι που μας φέρατε είναι αρωματικό!” ... και γυρνάω το βλέμμα μου πάνω στο μισοάδειο μπουκαλάκι του λαδιού και βλέπω την ετικέτα με καλλιγραφικά γράμματα να γράφει … “Λάδι από Μαύρη Τρούφα”. Και με το πιο χαζό βλέμμα που μπορεί και να είχα ποτέ, γεμάτο απορία, λέω με την σειρά μου ... “Μα δεσποινίς Βάσω δεν διαβάσατε ότι το λάδι είναι από μαύρη τρούφα;;; Γιατί το βάλατε και δεν μου είπατε τίποτα;” και τι νομίζετε ότι ήταν η απάντηση που πήρα ... και ευτυχώς που ο πάτερ Παναγής είχε αρχίσει να κάνει την γύρα του στα γραφεία για να τ’ αγιάσει και δεν μας άκουγε ... “κ. Ανδρέα ... καταρχήν σας το ‘πα ότι είναι αρωματικό και κατά δεύτερον εγώ είμαι από την Λάρισα και δεν ξέρω τι είναι η μαύρη τρούφα! Που να φανταστώ ότι είναι Γαλλικό σκόρδο για novel cuisine!!!”

. . .

Τώρα το πως η δεσποινίς Βάσω ξέρει από novel cousin μάλλον θα μου μείνει απορία, και για όσους αναρωτιέστε τι απέγινε μ’ εκείνο το φλουρί ... μάλλον θα πρέπει να ρωτήσετε τον εγγονό του πάτερ που κάποια στιγμή, εκεί που έκοβα την βασιλόπιτα με την αρωματική συνοδεία του καντηλιού, με ρωτάει με ένα απίστευτο αθώο, γλυκό και παιδικό βλέμμα ... “Tο φλουρί τελικά ποίος θα το πάρει;” Και δεν άντεξα ... και του το ‘δωσα!