Πέμπτη, Απριλίου 26, 2007

Ripping Childhood




Το 'ξερα ... το περίμενα ... αλλά άλλο να βλέπεις αναμνήσεις να
ξεριζώνονται. Τόσο περίεργο συναίσθημα ... ενα κoμμάτι σήμερα xάθηκε .

Τετάρτη, Απριλίου 11, 2007

Σπρώξε ... Σπρώχνω


Από Πάσχα φέτος δεν κατάλαβα και πολλά. Ένας σχετικός χαμός. Η μισή και βάλε οικογένεια να τρέχει σε νοσοκομεία στο εξωτερικό για τον πατέρα μου. Ο μικρότερος αδελφός και ‘γώ να τρέχουμε να προλάβουμε όλες τις δουλειές που μας άφησε πίσω η άλλη μισή οικογένεια. Έχετε δει ποτέ μια ακέφαλη κότα να τρέχει;;; Έ ... μια τέτοια κατάσταση. Μέχρι και την Μεγάλη Τετάρτη, ήμουνα με μια βαλίτσα και το ένα πόδι στο αεροπλάνο μπας και χρειαστεί να φύγω και εγώ. Το άλλο μου πόδι ήτανε στο γκάζι να τρέχω να προλάβω όλες τις αγγαροδουλειές που μου είχανε αναθέσει.

Τέλος όλα καλά, και την Μεγάλη Τετάρτη οι γιατροί μας ανακοινώνουν ότι μπορούν επιτέλους να γυρίσουν στας πατρίδας για Πάσχα. Καλά ... εμείς εδώ στην Ελλάδα να μην έχουμε πάρει τίποτα χαμπάρι από άγιες μέρες και Πάθη του Χριστού. Εκκλησία ούτε να το σκεφτείς. Γύρναγα σπίτι κατά τις 11 κάθε βράδυ. Νηστεία, προσπάθησα. Πραγματικά προσπάθησα, μέχρι που παραλίγο να λιποθυμήσω από την πείνα. Διότι απλά, αν δεν έχεις μια μανούλα να σου μαγειρεύει νηστίσιμα φαγάκια, δεν μπορείς να την βγάλεις καθαρή. Είχα αγοράσει και εκείνο το σοκολατένιο αυγό για την βαφτιστήρα μου ...

Μεγάλη Πέμπτη αποφασίζουμε με τον Χρήστο, τον αδελφό μου, να ετοιμαστούμε για το μεγάλο φαγοπότι. Έκπληξη στον πατέρά μου που πάντα θεωρούσε την Κυριακή του Πάσχα ως ημέρα γαστρονομικής αποκορύφωσης!!! “Εγώ θα αναλάβω τα κρέατα, εσύ σαλάτες, πατάτες τηγανιτές (!) και γλυκά” μου λέει. Αμέσως αμέσως μπορείτε να καταλάβετε την μεγαλύτερη αγάπη του αδελφού μου ... barbequuuuuuue …

Μου ‘ρχεται, που λέτε, κατά τις εννέα πάρα, με το αμάξι φορτωμένο κρέατα. Βγάζει πρώτα τα φιλέτα, τα μπιφτέκια και τα λουκάνικα. “Για το Σάββατο το βράδυ” μου λέει με το ένα του μάτι του να γυαλίζει! Μετά, έρχεται η σειρά να βγάλει κάτι σουβλάκια που είχε φτιάξει ιδιοχείρως. “Συκωτάκια και καρδιές κοτόπουλου σουβλάκι για ορεκτικό το Σάββατο!” και σηκώνει το αλουμινόχαρτο για να μου δείξει γεμάτος περηφάνια την δημιουργία του! “Φοβερό Delicatessen.” ... μα το Θεο, εγώ για μια στιγμή πρέπει να έγινα χορτοφάγος με την θέα αυτών των σουβλακίων. Ανοίγει το πορτμπαγκάζ, και μου δείχνει το αρνί. “12 κιλά!!!” αναφωνεί!

Ευτυχώς που το ψυγείο ήτανε άδειο και υπήρχε πολύς χώρος για αρνί και το μισό κοτέτσι, αλλά εκεί που προσπαθούσα να τα στριμώξω στα ράφια, φτάνει και ο αδελφός μου με μία δίμετρη σούβλα τυλιγμένη σε σακούλες.

- Τι είναι αυτό;
- Κοκορέτσι!
- Και ποιος το ‘φτιαξε;
- Ο χασάπης
- Και ποίος έπλυνε τα άντερά του
- Η Αλβανίδα που δουλεύει το μαγαζί του.
- Ξέρει η Αλβανίδα να τυλίγει άντερα;
- Αμφιβάλω, γι αυτό και έχουν μηχάνημα που τα τυλίγει!!!
- Και πού θα βάλουμε την σούβλα;;;
- Στο ψυγείο, που αλλού!
- Να πάμε μια στιγμή Επιτάφιο και μετά να δούμε πως θα το χώσουμε μέσα στο ψυγείο;
- Με τίποτα!!! Πρέπει να το βάλουμε τώρα αμέσως ...

Τώρα, το να συνεχίσω τον “διάλογο” με τον αδελφό μου σε θέματα barbeque είναι εντελώς ανώφελο σκεφτικά, και τον άφησα να κάνει κουμάντο αυτός, αλλά η ώρα περνούσε και όσο και να προσπαθούσαμε η σούβλα δεν έμπαινε μέσα στο ψυγείο. Κάποια στιγμή είχε την φαεινή ιδέα να σπρώξουμε το κοκορέτσι προς τα κάτω και απλά να εξέχει από μια χαραμάδα της πόρτας η υπόλοιπη σούβλα. “Σπρώξε” να μου φωνάζει ... “Σπρώχνω” να του λέω και ‘γώ, και κάτω από την σακούλα να νοιώθω τα έντερα να γλιστράνε και να σκέφτομαι τι να ΄γινε εκείνος ο νόμος της ΕΟΚ που απαγόρευε τα κοκορέτσια;;; “Δεν σπρώχνεις” μου φωνάζει. “Θέλω να πάω στον επιτάφιο! Τι είναι αυτά τα ζουμιά που τρέχουνε από παντού;;;” ρωτάω και ‘γώ σαν χαζό. “Εσύ τι λες;” μου φωνάζει “Σπρώξε!”

“Λοιπόν”, γυρνάω και του λέω “Δεν πάς καλά. Η σούβλα δεν χωράει με τίποτα. Αν θες, βαλτή κάθετα ανάμεσα στο ψυγείο και την πόρτα και κλείσε τις χαραμάδα με σακούλες για να μη φύγει η ψύξη. Εγώ παω στον επιτάφιο!” Και φεύγω τρέχοντας μπας και τον προλάβω.

Φτάνω τρέχοντας στην πλατεία, αγοράζω και το κερί μου και παίρνω μια βαθιά αναπνοή. Επιτέλους ... σκέφτηκα ... λίγη ηρεμία. Και πραγματικά ήτανε η πρώτη στιγμή που χαλάρωνα μετά από ένα μήνα τρέλας. Ανάβω και το κερί από μία γιαγιούλα και μόνο τότε ήτανε που πρόσεξα ξεραμένα αίματα από τη σούβλα του κοκορετσίου στο χέρι μου. Πάνω στην βιασύνη μου είχα ξεχάσει να πλυθώ και μέσα σε όλη την κατάνυξη που στην κυριολεξία πλημμύριζε την πλατεία, εγώ μύριζα σαν χασάπης!!!

Δεν περάσανε δέκα λεπτά και ο επιτάφιος ξεπρόβαλε στα σκαλιά της εκκλησιάς. Μαζί με τον επιτάφιο έκανε και την εμφάνιση του τρέχοντας ο αδελφός μου. Κρατούσε και αυτός ένα κερί και ήρθε και στάθηκε δίπλα μου χωρίς να πει κουβέντα. Μια νεκρική σιγή απλώθηκε εκείνη την στιγμή καθώς προχωρούσε ο επιτάφιος μέσα στο πλήθος μέχρι που ...

- Εντάξει;
- Εντάξει.
- Χώρεσε όπως σου είπα;
- Χώρεσε.
- Μυρίζεις σαν χασάπης
- Μυρίζουμε θες να πεις!

. . .

Κεραυνός εκείνο το βράδυ δεν έπεσε να μας κάψει, αλλά την Κυριακή το μεσημέρι κατά τις 3, και εγώ αλλά και ο αδελφός μου, είχαμε γίνει σαν ανθρακωρύχοι προσπαθώντας όλη μέρα να σουβλίσουμε το δωδεκάκιλο αρνί. Και αν αναρωτιέστε για το αποτέλεσμα ... ε ... σκέτο αριστούργημα!