Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Lost .... Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Lost .... Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Οκτωβρίου 23, 2006

Carpe diem: Μέρος 3ο ... Αϋπνίες

(Αθήνα 13 Οκτώβρη 2006)

Ένα είναι πάντως σίγουρο. Ότι “θα χεστώ στο τάλιρο”!!! Τουλάχιστον έτσι μου μαρτύρησαν τα χαρτιά εκείνη την ζεστή ημέρα του Αυγούστου ... ή για την ακρίβεια ο Γιάννης. Οι δουλείες θα πάνε περίφημα. Δεν έχω τίποτα να φοβηθώ να μου λέει και να μου ξανάλεει.

Τώρα βέβαια που έχει περάσει κάνας μήνας και βλέπω τα πράγματα με λίγο περισσότερη ψυχραιμία μπορώ να πω ότι δεν είχε και άδικο. Για να ξεχάσω ότι συνέβη το καλοκαίρι, έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Όλο τον Σεπτέμβρη, ξύπναγα κατά της οχτώ, έπιανα δουλειά κατά τις εννιά και γύρναγα σπίτι κουρέλι απ’ την κούραση κατά της έντεκα - δώδεκα το βράδυ. Πως να μην πάει καλά η δουλειά; Απομακρύνθηκα από τους φίλους μου λιγάκι και άφησα τον εαυτό μου να χαθεί μέσα στα bites του υπολογιστή μου. Και όλα αυτά για να βρω λίγο από τον χαμένο μου εαυτό ... λίγο από την χαμένη μου λογική και ίσως λίγο ηρεμία στην ψυχή μου.

Ο Γιάννης έλεγε και ξανάλεγε ... “θα τα πας περίφημα με την δουλειά. Το λένε ξεκάθαρα τα χαρτιά. Βλέπεις τον Έρμή; Βλέπεις τον Κρόνο;” Και μου έδειχνε τα πολύχρωμα σύμβολα στα ξεφτισμένα, από την πολύ χρήση, χαρτιά. “Όλα θα πάνε καλά. Βλέπω πολλά λεφτά!” Τον άκουγα και εγώ για κανένα τέταρτο και δεν έλεγα τίποτα, μέχρι που κάποια στιγμή σηκώνω το βλέμμα μου από τα χαρτιά και του λέω “Ξέρεις κάτι ... και ελπίζω να μην με παρεξηγήσεις αλλά δεν με ενδιαφέρουν τα χρήματα ...” Και ίσως το βλέμμα να με πρόδωσε, ίσως ο αναστεναγμός αλλά αμέσως κατάλαβε τι με πονούσε και με μια κίνησε μάζεψε όλα τα χαρτιά και άρχισε να ανακατεύει για άλλη μια φορά το μέλλον.

Και είναι ενδιαφέρον πως ένας μάντης βλέπει μόνο προς το μέλλον και ποτέ προς το παρελθόν. Ίσως γιατί σε τετελεσμένα γεγονότα δεν μπορούν να είναι διπλωμάτες. Αλλά ο Γιάννης, όσο τον θυμάμαι από το πανεπιστήμιο, είχε πάντα μια νοοτροπία που ζήλευα. Ποτέ δεν κοιτούσε τους βαθμούς που είχε πάρει, αλλά τους βαθμούς που μπορούσε να πάρει. Τι και αν σήμερα έβρεχε. Αύριο θα είχε ήλιο. Βέβαια, στο Λονδίνο ζούσαμε, και έβρεχε κάθε μέρα, αλλά πάντα κοιτούσε μπροστά και ποτέ πίσω. Και πάντα με μία απίστευτη αισιοδοξία.

Και αρχίζει να μου ρίχνει πάλι τα χαρτιά και στο κέντρο αυτή τη φορά να βρίσκεται η Αφροδίτη. Και ενώ έπιασα τον εαυτό μου να κρέμεται από τα χείλη του και να περιμένω να μου πει αυτό που ήθελα να ακούσω, ρίχνοντας μου μια πονηρή ματιά γυρνάει και μου λέει με την αισιοδοξία που πάντα τον διακατείχε ... “Βλέπω να ερωτεύεσαι και πολύ σύντομα. Βλέπω απίστευτα σφοδρό έρωτα πολύ κοντά ... να σου έρχεται από την θάλασσα. Τρελός έρωτας ... ”

Εγώ είχα μείνει άφωνος και μα το θεό, νομίζω ότι είχα και το στόμα μου ανοιχτό εκείνη τη στιγμή. Περίμενα να μου πει για τον πρώην έρωτα μου ... για την πονεμένη μου καρδιά, για το πως θα καταλήξει η ιστορία αυτή που δε λέει να τελειώσει ... και αυτός μου έλεγε για καινούργιους έρωτες! Από την θάλασσα! Όσο ο Γιάννης έβλεπε το ποτήρι γεμάτο, τόσο το έβλεπα άδειο εγώ. Μόνο καινούργιους έρωτες δεν ήθελα αλλά ο Γιάννης επέμενε. “Τρελός έρωτας ... από την θάλασσα ... εδώ το λένε ξεκάθαρα τα χαρτιά” και με τον δείκτη του χεριού του να μου δείχνει μία την Αφροδίτη μία την θάλασσα.

Δεν νομίζω να είπα και πολλά εκείνη την στιγμή και άφησα τον Γιάννη να συνεχίζει να ρίχνει τα χαρτιά και να μου λέει πως θα ερωτευτώ ξανά και ξανά ... και ξανά ... Και τα τραπουλόχαρτα στα χέρια του κοντεύανε να τελειώσουν και το τραπέζι στο καφέ που βρισκόμασταν είχε γεμίσει σύμβολα και χρώματα. Πλέον είχαμε τραβήξει ακόμα και την περιέργεια των περαστικών που μας ρίχνανε κανένα βλέμμα στα κλεφτά. Ο δε μπάρμαν όλο και μας στριφογύριζε προσπαθώντας να καταλάβει τι κάναμε.

Λίγο θύμιζε τα φοιτητικά μας χρόνια και ένοιωθα μια γλυκιά νοσταλγία, παρόλο που ποτέ δεν είχε ρίξει σε μένα προσωπικά τα χαρτιά. Κοιτούσα τα σύμβολα στα χαρτιά και άλλα τα αναγνώριζα, και άλλα όχι. Αλλά όπως κάθε τράπουλα χαρτομαντείας, έτσι και αυτή εδώ η τράπουλα, είχε και ένα χαρτί που δύσκολα ξεχνάς. Και ένας σωστός μάντης δεν θα σταματούσε ποτέ πριν ακουμπήσει στο τραπέζι το δρεπάνι του χάρου. Και τ΄ ακούμπησε ... εκεί δίπλα στο χαρτί του πατέρα μου ... και το είδα ... και δεν είπα τίποτα.

“Είναι καλά ο πατέρα σου;” με ρώτησε ο Γιάννης. Και μέσα σε ένα κλάσμα δευτερολέπτου, όλες εκείνες οι εικόνες τα τελευταία δύο χρόνια από τα νοσοκομεία περάσανε από το μυαλό μου. Και ακόμα χειρότερα, εκείνο το πρωινό, παραμονές δεκαπενταύγουστου, έτρεχα στο νοσοκομείο με τον πατέρα μου να προλάβουμε τους γιατρούς πριν φύγουν διακοπές. Βλέπεις, ο πατέρας μου, πριν από δύο μήνες, αποφάσισε να σταματήσει να παίρνει τα φάρμακά του γιατί θεώρησε ότι δεν τα χρειαζόταν. Αισθανόταν περίφημα μετά από την απίστευτη περιπέτεια της υγείας του, και μιας και εγώ είχα πάψει να τον ελέγχω κάθε μέρα μετά από δύο χρόνια θεραπείας, τα είχε θεωρήσει περιττά. Και σήμερα που σηκώθηκε και ήταν άσπρος σαν το πανί μόνο τότε μου το είπε.

Δεν χρειάστηκε να πω πολλά στον Γιάννη για το πόσο είχαν στραβώσει τα πράγματα. Ένα μόνο πράγμα μου είπε “Πρόσεχέ τον” και με μια κίνηση μάζεψε όλα τα χαρτιά από το τραπέζι και τα έκρυψε στην τσάντα του. “Δεν θα σου πω τίποτα άλλο παρά μόνο πρόσεχέ τον.” Πρέπει πάντως να είχα χλομιάσει εκείνη την στιγμή και για λίγο επικράτησε σιγή στο τραπέζι.

Αλλάξαμε θέμα και σε λίγο η ατμόσφαιρα αλάφρωσε αλλά εμένα το μυαλό μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από αυτό το τελευταίο. Τώρα θα μου πείτε ... κάπου πρέπει να πέσει και αυτό το χαρτί ... σωστά; Κάπου και ο Γιάννης με την δουλειά αυτή, λίγο θεατρινισμό να τον έχει αποκτήσει. Σωστά;

Φεύγοντας από το καφέ, καθώς ανταλλάσσαμε κινητά τηλέφωνα, γυρνάει και μου λέει ο Γιάννης, “Ανδρέα ... τα χαρτιά δεν προβλέπουν τον μέλλον. Απλά σου λένε τι μπορεί να συμβεί αν δεν κάνεις τίποτα για να αλλάξεις τις καταστάσεις στον παρόν. Αν προσέξεις τον πατέρα σου όλα θα πάνε καλά. Αν δεν θες εσύ να ερωτευτείς, δεν πρόκειται να συμβεί. Εμείς δημιουργούμε το μέλλον μας. Κανένας άλλος.”

Εκείνο το βράδυ γύρισα σπίτι αργά και ξεθεωμένος. Ξάπλωσα προσπαθώντας όπως πάντα να ξεχάσω, αλλά πλέον οι σκέψεις είχαν γίνει πολλές και βασανιστικές. Και έτσι ξαπλωμένος ανάσκελα, έκλεισα τα μάτια μου και άφησα το μυαλό μου να ταξιδέψει. Όσο και να προσπάθησα πάντως, εκείνο το βράδυ δεν κατάφερα να κοιμηθώ.

συνεχίζεται . . .

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 05, 2006

Carpe Diem: Μέρος 2ο ... Ο Μάντης

η γραμμή της ζωής ... η γραμμή του έρωτα

Τις προάλλες κάνοντας βόλτα στα μαγαζιά έπεσα πάνω στον Γιάννη. Φίλος από τα παλιά. Συμφοιτητής από τα χρόνια του Λονδίνου. Είχε και έναν διαολεμένο ήλιο εκείνη την μέρα, μια αφόρητη ζέστη, και αποφασίσαμε να πάμε για καφέ να τα πούμε. Είχαμε να βρεθούμε από την ημέρα της αποφοίτησης το ’92 και είχαν μαζευτεί πολλά νέα.

Ο Γιάννης ήταν πάντα ένα ιδιαίτερο παιδί. Σπούδαζε Αγγλική φιλολογία και είχε απίστευτη έφεση στις γλώσσες. Εκτός από τις πέντε βασικές γλώσσες που αυτός θεωρούσε ότι κάθε ευρωπαίος πολίτης θα έπρεπε να μιλούσε άψογα, ήξερε και Τούρκικα σε περίπτωση που τους βάζανε και αυτούς μέσα στην ΕΟΚ. Όσο εγώ δεν σκάμπαζα μία στα Αγγλικά, τόσο αυτός μιλούσε άψογα λες και ήταν η μητρική του γλώσσα. Ένας άνθρωπος πολύ χαρισματικός.

Αλλά τα χαρίσματά του δεν σταματάγανε εκεί. Εκτός από την έφεσή του στις γλώσσες, είχε και άλλο ένα μοναδικό χάρισμα ... να βλέπει το μέλλον ... ή τουλάχιστον έτσι ισχυριζόταν. Ουρά κάνανε τα παιδιά στα διαλείμματα για να τους ρίξει τα χαρτιά. Θυμάμαι το τραπέζι στην καφετέρια γεμάτο τραπουλόχαρτα να προβλέπει τα πάντα … από συναισθηματικά έως και τα θέματα στις εξετάσεις.

Εγώ φυσικά τα έβλεπα και γελούσα. Μια ζωή άνθρωπος της λογικής και της επιστήμης. Λάτρευα τα μαθηματικά και την στατιστική. Για μένα οι αριθμοί και τα ποσοστά δείχνανε το μέλλον, όχι μια τράπουλα με περίεργα σχήματα. Τα bites στα κομπιούτερ είχανε νόημα. Όχι περίεργα σχέδια σε κομμάτια χαρτί. Δεν έριχνε τα Ταρό. Νομίζω ότι έριχνε τα χαρτιά με μια τράπουλα που λεγόταν Χαν. Αλλά δεν ήταν η ίδια η τράπουλα που σε έκανε να πιστεύεις αυτά που σου ‘λέγε. Ήταν ο τρόπος που στα έλεγε. Ήτανε η φωνή του που μάγευε όλους. Ο τρόπος που έριχνε τα χαρτιά και σχήματα από το πουθενά εμφανιζόντουσαν μπροστά σου. Φοβερό χάρισμα επικοινωνίας που πάντα ζήλευα.

Και εκεί που καθόμασταν και πίναμε παγωμένο καφέ, γυρνάει και μου λέει. “Θα σου ρίξω τα χαρτιά … κάτι σε βασανίζει και δεν μου το λες”. Εντωμεταξύ από τι μου έλεγε έχει γίνει εξπέρ μιας και πλέον είναι το επάγγελμά του η χαρτομαντεία! Τρέχει από το πρωί ως το βράδυ και λέει τα χαρτιά. “Και πιο είναι το ποιο συνηθισμένο πρόβλημα που σε ρωτάνε οι πελάτες σου;” των ρώτησα κάποια στιγμή ... και τι νομίζεις ότι μου λέει; Εγώ φανταζόμουν θα τον ρωτάγανε για λεφτά, για το ποίος αγαπάει ποιόν, για το αν τους απατάνε; Γυρνάει και μου λέει ... “Δεν ξέρουν ποιον να διαλέξουν! Έχουν συνήθως δύο τρεις γκόμενες ή γκόμενους και δεν ξέρουν ποιόν να κρατήσουν! Και τους λέω εγώ ... άμα δεν ξέρεις να διαλέξεις εσύ που κοιμάσαι στο ίδιο κρεβάτι μαζί τους, ποιος θα σου διαλέξει; ... το χαρτί;”

Αρχίζει να ανακατεύει τα χαρτιά και με βάζει να κόψω. Μου ρίχνει και μία προσευχή και εγώ να του λέω ... Μα τι κάνεις; Δεν θέλω. Δε θυμάσαι; Ποτέ δεν ήθελα να μάθω ...” και ο Γιάννης να συνεχίζει ... και ένα ένα τα χαρτιά να προβάλουν πάνω στο τραπέζι και το μέλλον να ξεδιπλώνετε μπροστά στα μάτια μου.

συνεχίζεται . . .

Πέμπτη, Αυγούστου 31, 2006

Carpe Diem: Μέρος 1ο ... Χωρισμός

Κάκτος στην Σαντορίνη 20 Αυγούστου 2006 9:40 πμ

Όσο θυμάμαι την πρώτη εβδομάδα ... ήταν ανυπόφορη. Δεν έλεγε να περάσει. Σαν ένα αργό βασανιστήριο. Θυμάμαι εκείνη την εβδομάδα χωρίς μουσική, χωρίς ήχους ... άοσμη ... άχρωμη. Οδηγούσα για ώρες χωρίς ραδιόφωνο για παρέα. Στο σπίτι είχε απλωθεί νεκρική σιγή. Επέλεξα την σιωπή λες και ζούσα έναν θρήνο. Ούτε τηλεόραση ... ούτε ράδιο ... σώπασα και εγώ και δεν είπα τίποτα. Ούτε σε φίλους, ούτε σε γονείς ούτε σε αδέλφια. Βυθίστηκα μέσα στην σιωπή και στην δουλειά μήπως και ξεχάσω.

Και μπήκε και η δεύτερη εβδομάδα και ήταν ακόμα πιο μαρτυρική. Έπρεπε να κλείσω αυτό το κεφάλαιο της ζωής μου πάση θυσία. Αυτή η “αρρωστημένη” σχέση που με βασάνιζε από τον Φλεβάρη. Δεν γελούσα και πολύ απ΄ όσο θυμάμαι. Επιδίωκα την παρέα των φίλων μου μόνο και μόνο για να μην είμαι σπίτι τα βράδια μόνος μου. Ήθελα τόσο πολύ να ακούσω στο τηλέφωνο εκείνη την φωνή που με κάνει να χαμογελώ. Ήθελα τόσο πολύ να γευτώ εκείνα τα χείλη, εκείνο το άρωμα, εκείνο το χάδι. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο. Και ήρθαν τα μηνύματα στο τηλέφωνο όπως το περίμενα. Λίγες λέξεις μοναχά αρκούσαν για να βρεθώ γονατιστός να κλαιω με λυγμούς. Απάντησα με μήνυμα όσο πιο στεγνά μπορούσα και δεν έδωσα συνέχεια. Έπρεπε να τελειώσει αυτή η σχέση μαχαίρι. Δεν υπήρχε μέση λύση.

Να μείνουμε φίλοι αναρωτήθηκα κάποια στιγμή. Πώς; Πως να βλέπω τον ερωτά μου φιλικά. Να βλεπόμαστε χωρίς να αγγίζω, χωρίς να φιλάω, να πρέπει να πνίγω όλα τα συναισθήματα μου, όλο τον έρωτα μου. Δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλη λύση απ’ αυτή. Όταν πάντα έρχεσαι δεύτερος σε μία σχέση, όταν πάντα θα υπάρχει ένας άνθρωπος που με το που επιστέφει εσύ θα πρέπει να χαθείς ... όταν ποτέ δεν θα ξεπεράσει την συνήθεια μιας δωδεκάχρονης σχέσης ... όταν απλά δεν υπάρχει χώρος για σένα ...

Δεν νομίζω να υπάρχει κανένας άλλος τρόπος. Σωστά; Η μήπως κάνω λάθος. Έσβησα όλα τα τηλέφωνα, έκρυψα σε ένα συρτάρι ότι μου θύμιζε εκείνη την σχέση και έμεινα μόνος με τις αναμνήσεις. Και έτσι απλά, απομακρύνθηκα, σώπασα και προσπάθησα να ξεχάσω.

Συνεχίζεται ...

Παρασκευή, Ιουλίου 14, 2006

Επιστροφή στην Αθωότητα (μέρος Γ')

(Λευκάδα, Κυριακή 9 Ιουλίου 2006, 12:36 μμ)

Και είναι στιγμές σαν και αυτές που αναζητάς το άγγιγμα ενός αγγέλου. Στιγμές σαν και αυτές που θέλεις να νοιώσεις την ηρεμία της ψυχή σου. Να επιστρέψεις στη αγνότητα που κάποτε είχανε τα παιδικά σου χρόνια. Να σβήσεις κάθε σου σκέψη ... κάθε σου πρόβλημα ... κάθε σου έγνοια ...

Και υπάρχουνε αυτοί οι άγγελοι παντού και τριγύρω μας. Υπάρχουνε, μόνο που είναι μικροί, μα πάρα πολύ μικροί. Για την ακρίβεια τρεισήμισι χρονών ο δικός μου, σχεδόν στα τέσσερα, και απαντάει στο όνομα Βέρα. Ξανθιά με γαλανά μάτια που όταν βρίσκομαι μαζί της, το κυριότερο πρόβλημά μου ίσως και να είναι πώς θα κόψω από το χαρτί την πριγκίπισσα που μόλις ζωγλάφισε. Πώς θα πιω το ζεστό αόρατο τσάι από εκείνα τα μικροσκοπικά φλιτζανάκια. Πως θα χορέψω μαζί της βαλς χωρίς να πατήσω εκείνα τα εύθραυστα της ποδαράκια!

Ακόμα θυμάμαι εκείνη την στιγμή που μου την ακουμπήσανε σε μία ολόλευκη πετσέτα. Θαρρώ πως όλη η εκκλησία έλαμπε. Μία απόλυτη σιωπή από όλο τον κόσμο όταν διάβαζα το “Πιστεύω”. Και εγώ, με κομμένη την ανάσα, να απλώνω την αγκαλιά μου. Εκείνο το βλέμμα του παπά όταν την έβγαζε από την κολυμπήθρα. Εκείνες οι σταγόνες νερού και λαδιού στο κορμάκι της που λάμπανε. Εκείνο το φως που μας έλουζε. Ένα μυστήριο τόσο δυνατό να ενώνει δύο ψυχές για το υπόλοιπο της ζωής τους.

Όταν πλέον βγήκαμε έξω, στο προαύλιο του μοναστηριού, όπου το καλοκαιρινό αεράκι με ξύπνησε από τον λήθαργο και όλοι μου φωνάζανε “άξιος ... άξιος”, τότε μόνο κατάλαβα πως η ζωή μου πλέον θα ήταν λίγο διαφορετική. Θα είχε λίγο παραπάνω νόημα. Έτσι απλά είχε μπει ένας άγγελος στη ζωή μου και ας γίνεται διαβολάκι που και πού.

Θυμάμαι που ήρθε και με βρήκε σε εκείνο το προαύλιο, ο συχωρεμένος παππούς Βαγγέλης, και μου είπε ... “Πως σου φαίνεται να σ’ αγαπάει αυτό το μικρό πλάσμα χωρίς περιορισμούς και κανόνες; Απλά να σ’ αγαπάει;” Δεν του απάντησα, ήμουνα σαστισμένος ... το μόνο που έκανα ήταν να του χαμογελάσω. “Απλά να σ’ αγαπάει” σκέφτηκα ... για δες!

Και τώρα που εγώ είχα τραπεί σε φυγή, τώρα που εγώ παράτησα τα πάντα για τρεις ημέρες ηρεμίας και γαλήνης, κρατούσα εισιτήριο για να πάω να βρω τον άγγελό μου, ξέροντας πολύ καλά, πως όταν αύριο βγούμε βόλτα στο περιβόλι να μαζέψουμε τα πρώτα σύκα του καλοκαιριού, όταν θα σκαρφαλώσουμε στα βράχια να μαζέψουμε πεταλίδες και καβούρια, όταν θα την σπρώχνω πάνω στο ολοκαίνουργιο ροζ ποδηλατάκι της, θα νοιώσω και εγώ λίγο από εκείνη την παιδική αθωότητα που τόσο πολύ την έχω ανάγκη αυτό τον καιρό.

Τετάρτη, Ιουλίου 12, 2006

Επιστροφή στην Αθωότητα (μέρος Β')

(Λευκάδα, Σάββατο 8 Ιουλίου 2006, 7:46 μμ)

Ο Αντώνης μου λέει και μου ξανάλεει ... “Ανδρέα ... στη ζωή υπάρχουν δύο ειδών ανθρώπων. Αυτοί που θέλουν να βρίσκονταν με αυτούς που τους αγαπάνε, και αυτοί που δεν θέλουν.”

Και έχει τόσο μα τόσο απόλυτο δίκιο, διότι χτες το βράδυ το πέρασα με ανθρώπους που με λατρεύουν. Μια παρέα ψυχών που χωρίς εμένα δεν θα είχαν συναντηθεί ποτέ. Που με δυο αράδες δεν μπορώ να περιγράψω τι νοιώθουνε για μένα αλλά μου το δείχνουν σχεδόν καθημερινά με τις πράξεις τους.

Η Ελένη που μας είχε καλέσει, άμα της πω παντρέψουμε, μπορεί και να έχει είδη κανονίσει παπά και εκκλησιά. Ο Φίλιππος, ο κολλητός μου, χωρίς εμένα μάλλον δεν μπορεί να ζήσει πλέον. Ο Χρήστος, ο αδελφός μου, με έχει ανάγει σε θεό και ας με βρίζει καθημερινά. Η δε Παυλίνα, δεύτερη ‘ξαδέλφη, όταν ήμασταν μικροί ήτανε ο ένας ο συνοδός του άλλου, όποτε δεν είχαμε, στα πάρτι του λυκείου. Η δε Συλβή και Ιζαμπέλ, παιδικές μου φίλες απλά έτυχαν να έχουν διαφορετικούς γονείς, αλλιώς για μένα είναι οι αδελφές που δεν είχα ποτέ. Και η λίστα δεν έχει τελειωμό. Περικυκλωμένος με όλη αυτή την αγάπη και εγώ να την απαρνιέμαι. Να αναζητώ την αποδοχή και τον έρωτα ενός ανθρώπου που το μόνο που κάνει είναι να με καταιγίζει με μηνύματα και ελπίδες.

Για αυτό σας λέω. Ένας μήνας σκέτη τρέλα. Σκέτη τρέλα και να μην ξέρω σε ποιόν να το πω. Ίσως διότι ντράπηκα. Ίσως διότι δεν περίμενά ποτέ να βρεθώ ο τρίτος σε μία σχέση. Ίσως διότι πλήγωσα με τη σειρά μου ανθρώπους που με λατρεύουν. Για αυτό και προτίμησα την απόλυτη σιωπή. Ένας μήνας χαμένος στη σιωπή μου και στις σκέψεις μου ...

. . .

Το ξέρεις ότι τα πράγματα πηγαίνουν στραβά, όταν αντικρίζεις τις πινακίδες στην Αττική Οδό για αεροδρόμιο. Απλά το ξέρεις. Δεν χρειάζεται κανένας να στο πει. Το ξέρεις εσύ ο ίδιος όταν σου δίνουν την κάρτα επιβίβασης. Όταν με το iPod στο διαπασών, προσπαθείς να σβήσεις κάθε επαφή με την πραγματικότητα, και περιφέρεσαι στους αχανείς διαδρόμους μετρώντας αντίστροφα τα λεπτά για την φυγή.

Το θυμάμαι αυτό το συναίσθημα πολύ καλά. Το συναίσθημα της φυγής πριν από δεκάξι χρόνια που έφυγα για Αμερική. Να πάω να σπουδάσω είχα πει στους δικούς μου. Να φύγω να εξαφανιστώ είχα πει στον εαυτό μου. Δεν με χωρούσε με τίποτα ο τόπος εδώ. Ήθελα να κάνω μια καινούργια αρχή και έπρεπε να σβήσω τα πάντα. Έπρεπε να κάνω τη δική μου επανάσταση. Να ανατρέψω τον κόσμο ολόκληρο. Το ξέρω καλά αυτό το συναίσθημα. Το νιώθω να πάλλεται μέσα μου, σε κάθε μου κύτταρο, μέσα στις γεμάτες από οργή φλέβες μου. Να με δείτε να σφίγγω την γροθιά μου ... μόνο αυτό και θα καταλαβαίνατε. Και δεν τα έχω βάλει με κανέναν άλλον, παρά μονάχα με τον εαυτό μου που δεν κατάφερα να αντισταθώ σε ένα χάδι.

Και τώρα; Τι ακολουθεί; Μόνο να φύγω δεν μπορώ πια. Με έχουνε ζώσει οι υποχρεώσεις για τα καλά. Πόσο θα ήθελα να διέλυα τα πάντα στον αέρα. Να σπάσω κάθε δεσμό που έχω εδώ και να φύγω. Να φύγω για οπουδήποτε. Δεν μ’ ενδιαφέρει. Απλά να φύγω. Δεν με χωράει ο τόπος εδώ με τίποτα. Εκείνο το όνειρο που βλέπω σχεδόν κάθε βράδυ ... εκείνα τα φτερά αγγέλου που πάντα ήθελα ... να μπορώ να πετάω μακριά απ’ τους ανθρώπους ... να μη με πληγώνουν ... να μη πληγώνω ... Μόνο άγγελος δεν είμαι πια ...

συνεχίζεται ...

Δευτέρα, Ιουλίου 10, 2006

Επιστροφή στην Αθωότητα (μέρος Α')

(Λευκάδα, Κυριακή 9 Ιουλίου 2006, 9:04 πμ)

Ίσως αν ήμουνα λίγο πιο δυνατός. Ίσως αν μπορούσαν να πω όχι. Ίσως αν μπορούσα να αρνηθώ εκείνο το φιλί για το οποίο έλιωνα τόσο καιρό. Ίσως ίσως ίσως ...

Ένας μήνας σκέτη τρέλα. Ένας μήνας να μην έχω έναν άνθρωπο να πω τον πόνο μου, να γείρω το κεφάλι μου σε μία αγκαλιά. Κάποιος να στεγνώσει ένα δάκρυ μου. Ένας μήνας παραφροσύνης.

Κατάλαβα πόσο στραβά τα πράγματά είχανε πάει όταν αντίκριζα τις πινακίδες για το αεροδρόμιο. Άλλη μια φυγή σκέφτηκα καθώς το ταξί είχε πιάσει τα εκατό στην Αττική οδό. Από την μια οι ελαιώνες να ασημίζουν κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο, από την άλλη ο προαστιακός να τρέχει με όλη του την ορμή να μας προσπερνάει. Στο βάθος, όπως πάντα, η ελευθερία μου.

. . .

Χθες το βράδυ είχαμε άλλη μια μάζωξη της παρέας για ατελείωτο φαγοπότι στο σπίτι της Ελένης αυτή τη φορά. Πολλά γέλια, άφθονό κρασί, και προπάντων ατελείωτα πειράγματα. Από αυτά που ξέρεις ότι κρύβουν από πίσω τόνους αγάπης και ζεστά χαμόγελα. Κάποια στιγμή, εκεί ανάμεσα στο γλυκό και στο παγωτό, διότι αν δεν έχουμε και από τα δύο, για ύπνο δεν πάμε, αρχίσαμε να μιλάμε για διακοπές. Όλα στο τραπέζι να δούμε τι θα κάνουμε φέτος, μιας και τα σχέδια για ιστιοπλοία είχαν ναυαγήσει για τα καλά λόγου καιρού. Κάπου εκεί ήταν που και εγώ σώπασα. Προσποιήθηκα ότι νύσταζα, ότι ήμουνα κουρασμένος, και για αυτό δεν μιλούσα, αλλά αμφιβάλω αν με πίστεψε κανείς. Κάπου εκεί ήταν που έχασα και τον εαυτό μου μέσα στις σκέψεις μου για άλλη μια φορά.

Δεν μπορώ να καταλάβω. Απλά δεν μπορώ να καταλάβω. Τέτοιο πάθος, τέτοιος έρωτας και να μη μπορούμε να είμαστε μαζί. Δεν καταλαβαίνω πως έμπλεξα πάλι μέσα σε εκείνη την παράφορη δίνη. Γιατί δεν μπορούσα να πω ένα όχι σε εκείνο το φιλί. Γιατί να μην μπορώ να αντισταθώ σε έναν έρωτα που με κυνηγάει από το παρελθόν. Γιατί πρέπει να είναι τόσο περίπλοκα τα πράγματα. Έφτασε καλοκαίρι και ο Φλεβάρης ακόμα με κυνηγάει. Και αυτό που με σκοτώνει καθημερινά, αυτό που τρώει τα σωθικά μου κάθε μέρα και από λίγο, είναι που θέλω τόσο πολύ να ήμαστε μαζί, τόσο πολύ να κοιμηθούμε για άλλη μια φορά αγκαλιά, και απλά δε μπορεί. Χωρίς καμιά εξήγηση. Απλά δεν μπορεί. Δεν μπορεί διότι προφανώς, το πάθος μας δεν είναι τόσο δυνατό για να αφήσει μια ξεθωριασμένη από τον χρόνο σχέση να σβήσει για χάρη μου.

Και χτες βράδυ, που κάναμε σχέδια και όνειρα με ανθρώπους που με λατρεύουν, εγώ το μόνο που είχα στο μυαλό μου, το μόνο που πραγματικά ήθελα να κάνω αυτό εδώ το καλοκαίρι, είναι να βρεθώ σε εκείνη την ζεστή αγκαλιά κάπου μακριά. Όσο πιο μακριά γινόταν από την καθημερινότητα που μας κυνηγάει. Κάπου οι δυο μας ... μόνοι μας ... χωρίς το παρελθόν μας.

συνεχίζεται ...

Κυριακή, Ιουνίου 11, 2006

Lost in Translation - Closure


Ήτανε εκείνο το Σάββατο του καλοκαιριού που είχε μαζευτεί όλοι η οργή μέσα μου. Κάπου εκεί γύρω στις πέντε το απόγευμα που πέφτανε τριγύρω μας οι κεραυνοί. Που ο ουρανός άστραφτε από τη δικιά του οργή. Τρεις μήνες οργής. Τρεις μήνες γεμάτοι απορίες. Τρεις μήνες να ζω με ένα παράπονο. Τι έκανα λάθος; Τι είπα που δεν έπρεπε; Πως από μία μέρα γεμάτη πάθος και φιλιά πήγαμε στο δε θέλω να σε ξέρω; Ερωτήσεις αναπάντητες γεμάτες οργή ... γεμάτες θυμό ... γεμάτες απόγνωση. Και η φύση, λες και είχε συνωμοτήσει μαζί μου εκείνη την μέρα.

Παίρνω το θάρρος και ρωτάω ... γιατί το τηλεφώνημα; Γιατί μετά από τόσο καιρό; Και οι αστραπές να φωτίζουν τα πρόσωπά μας και να φαίνετε ξεκάθαρα η οργή στα μάτια μου. Η οργή και το παράπονο. Και με τις γροθιές μου σφιγμένες, ξαναρώτησα, “Γιατί με πήρες τηλέφωνο;” Όχι ότι έχει σημασία πλέον. Μια ιστορία θαμμένη στο παρελθόν. Μια ιστορία που έκανα τα πάντα για να ξεχάσω και ξαφνικά ζωντάνευε σε εκείνα τα πράσινα μάτια που τόσο λάτρεψα.

Και ανοίγουν οι ουρανοί και αρχίζει να βρέχει με όλη του τη δύναμη που έκρυβε μέσα της η γροθιά μου. Κοίταξα ψηλά, για μια στιγμή, κάπου εκεί ανάμεσα στις φυλλωσιές των πεύκων. Τα σύννεφα να τρέχουν οργισμένα πάνω στον Υμηττό, και τριγύρω αστραπές. Και έμεινα σιωπηλός, με τις σταγόνες να κυλάνε στο πρόσωπό μου, περιμένοντας μία απάντηση. Περιμένοντας μία απάντηση από τα χείλη που κάποτε τόσο ποθούσα.

Και εκεί που ο αέρας είχε ξεχυθεί και έπαιρνε μαζί του ότι έβρισκε, άρχισαν να ξεχύνονται και οι απαντήσεις. Απαντήσεις που έψαχνα να βρω τρεις μήνες τώρα. Απαντήσεις που εξηγούσαν τα πάντα και ίσως ακόμα ποιο πολλά από ότι περίμενα. Απαντήσεις για εκείνη την ημέρα που χάθηκα μέσα στα λόγια, στις ερμηνείες, στα σημάδια, στα αγγίγματα ... και στις σκέψεις.

Και η οργή να μεγαλώνει αντί να μαλακώνει. Και μαζί της ο ουρανός να ωρύεται. Και οι απαντήσεις να φέρνουν ερωτήσεις. Και οι ερωτήσεις να φέρνουν και άλλες απαντήσεις. Και αυτή που ήθελα ποιο πολύ να μάθω, και αυτή που ήθελα τόσο απεγνωσμένα μία απάντηση ήταν γιατί τώρα; Γιατί μετά από τρεις μήνες; Γιατί να χρειάζεται να ζωντανέψω μνήμες που τόσο καιρό μου πήρε να τις κάψω και να σκορπίσω την στάχτη τους. Τόση προσπάθεια για να μην μπορώ τις ξαναβρώ. Γιατί τώρα;

Και η απάντηση, μου έκοψε την αναπνοή. Με έκανε να χάσω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Σε όλα τα σενάρια που είχα πλέξει μέσα στη φαντασία μου, σε όλες τι πιθανές απαντήσεις που είχα πλάσει μέσα στη σκέψη μου ποτέ δεν το είχα φανταστεί. Ποτέ δεν μου είχε περάσει από το νου ότι το γράμμα που είχα αφήσει κάτω από εκείνη την πόρτα, το γράμμα που με τόσο δάκρυ και πόνο είχα γράψει την βραδιά που χάθηκα μεταφράζοντας λόγια και σκέψεις, το γράμμα που δεν το είχα γράψει εγώ αλλά η ίδια μου η ψυχή, το είχε κρατήσει κλειστό. Το είχε κρατήσει κλειστό μέσα στο φάκελό του μιας και δεν είχε τη δύναμη να το διαβάσει ... δεν είχε το θάρρος να το κοιτάξει. Και μόλις πριν από μερικές μέρες ... την ημέρα που εγώ βρήκα το κουράγιο να σβήσω την τελευταία μου μνήμη ... κατάφερε και βρήκε το κουράγιο και το άγγιξε.

. . .

Η Κυριακή με βρήκε στις έξι το πρωί να αγναντεύω την ανατολή. Ο ουρανός καθαρός από μαύρα σύννεφα. Η ψυχή καθαρή από οργή και θλίψη. Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που η μουσική γέμιζε με χρώμα το δωμάτιο. Δεν θυμάμαι την τελευταία φορά που δεν κρύωνα ... που δεν ήμουν κουλουριασμένος με ένα πάπλωμα να προσπαθώ να νοιώσω τη ζεστή εκείνη αγκαλιά. Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που χαμογελούσα στον ανατέλλοντα ήλιο. Ένα κεφάλαιο στη ζωή που έκλεισε...

Πέμπτη, Ιουνίου 08, 2006

Έτσι απλά

(Ζάκυνθος 10 Αυγούστου 2001)

Η ζωή πρέπει να είναι τόσο μα τόσο πιο απλή ... τόσο μα τόσο πιο ξεκάθαρη ... τόσο μα τόσο πιο διαυγή ...

Να μπορείς να αγαπάς όσο θέλεις. Να μπορείς να αγαπάς απεριόριστα. Να μπορείς να αγαπάς όσους και όσες θέλεις.

Η ζωή πρέπει να είναι πολύ πιο απλή. Να είναι άσπρη μαύρη. Να αγαπάς ή να μην αγαπάς. Να σε αγαπάνε η να μη σε αγαπάνε. Όπως μια μαργαρίτα που μαδάμε και μας απαντά πάντα ξεκάθαρα, πάντα με ένα ξερό ναι ή όχι.

Να σε αγαπάνε απλόχερα. Χωρίς περιορισμούς, χωρίς κανόνες, χωρίς εξαιρέσεις. Να σου απλώνουν το χέρι να σου αγγίζουν την ψυχή και εσύ να χαμογελάς ... και εσύ να γελάς ... και εσύ να γοητεύεσαι με όλες τις αισθήσεις σου στο ζενίθ.

Η ζωή πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο απλή και εμείς το μόνο που κάνουμε είναι να την τρελαίνουμε και να τρελαινόμαστε. Που είναι το χαμόγελο; Πού είναι το γέλιο. Γιατί τα δάκρια; Γιατί τα ανακατεύουμε; Γιατί τα περιπλέκουμε; Είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση να κάνουμε τους γύρω μας δυστυχισμένους; Να κάνουμε αυτούς που αγαπάμε να δακρύζουν; Να νοιώθουμε ευχαρίστηση από την αγωνία του άλλου; Να παίζουμε με συναισθήματα μόνο και μόνο για μια επιβεβαίωση αγάπης;

Η ζωή πρέπει να είναι πιο απλή, πολύ πιο απλή ... και όμως δεν είναι.

Δευτέρα, Μαΐου 29, 2006

Ήλιος Καλοκαιρινός


Ήλιος λαμπερός ... καλοκαιρινός. Σηκώνω το χέρι ψηλά να τον κρύψω, αλλά οι ακτίνες πάντα βρίσκουν τρόπο να μου ξεφύγουν. Προσπαθώ να τις πιάσω αλλά πάντα ξεγλιστράνε μέσα από τα δάκτυλα. Κλείνω τα μάτια προσπαθώντας να του ξεφύγω και είναι τόσο δυνατός … τόσο λαμπερός … είναι καλοκαιρινός. Να θέλεις να του αντισταθείς, να θέλεις να του κρυφτείς και αυτός πάντα σε πιάνει. Σε πιάνει, σε αγκαλιάζει και λιώνει κάθε παγωμένη, από τον χειμώνα, καρδιά.

Βουτάω να του ξεφύγω σε άρνηση να με ζεστάνει, και η αλμύρα της θάλασσας καιει κάθε ανοιχτή πληγή που άφησε πίσω η βαρυχειμωνιά. Κολυμπάω προς τον βράχο, παλιό γνώριμο φίλο. Στέκεται μόνος, μελαγχολικός. Ένα ολόκληρο χειμώνα τον έγδερναν τα κύματα. Ένα ολόκληρο χειμώνα στεκόταν μόνος και αγέρωχος με μοναδικό επισκέπτη ίσως κάποια Αλκυονίδα να γεννήσει τα αυγά της μες στο Φλεβάρη. Κοφτερός και αφιλόξενος λες και προσπαθεί να προστατέψει τη δική του πληγωμένη καρδιά. Με περιμένει όπως κάθε χρόνο να σκαρφαλώσω στη κορυφή του.

Και εγώ, όσες φορές και να έχω γλιστρήσει, όσες φορές και να έχω ματώσει, εκεί να προσπαθώ, εκεί να επιμένω, εκεί να σκαρφαλώνω και να τον κατακτώ. Τι ξεροκέφαλος που γίνομαι! Το ακατόρθωτο το αρπάζω. Δεν συμβιβάζομαι με τίποτα. Όλοι με γκρινιάζουν και εγώ να μη το βάζω ποτέ κάτω. Να μη μπορώ να αποδεχτώ καμιά ήττα. Να μη ξέρω πότε να καταθέσω τα όπλα. Και εκεί που σκαρφαλώνω, και με πείσμα γραπώνομαι από κάθε του σχισμή, ο ήλιος έχει αρχίσει και κοιτά με λησμονιά τη δύση. Οι ηλιαχτίδες φιλάνε το νερό, και όλο μου το σώμα, όλος μου ο βράχος, λάμπει από τις ανακλάσεις.

Και στέκομαι στη κορυφή και αγναντεύω τον ορίζοντα, και η θάλασσα όλη έχει γίνει χρυσαφί και λάμπει δυνατά όσο και ο ήλιος ο καλοκαιρινός. Και για μία μόνο στιγμή, για μία μοναδική στιγμή, έρχεται το δροσερό αγέρι στο αυτί και μου λέει ψιθυριστά, μα τόσο ψιθυριστά που μόνο εγώ και ο βράχος να ακούσει, “αρκετά ... αρκετά ... αφέσου και εσύ στο καλοκαίρι ... φτάνει πια ...”

Τρίτη, Μαΐου 16, 2006

Lost in Translation (again)


Υπάρχουν κάτι στιγμές που νοιώθω τόσο μα τόσο χαμένος ...

Υπάρχουν κάτι πρωινά που ξυπνάω με τόσα δάκρυα στα μάτια ...

Υπάρχουν κάτι δειλινά που το ολόγιομο φεγγάρι απλά δεν γεμίζει την καρδιά ...

Και φτάνει η στιγμή που ποτέ δεν περίμενα να αγγίξω. Να μου δίνουν απλόχερα την αγάπη και τον έρωτα και εγώ να μην θέλω με τίποτα να γευτώ. Να έχω κουρνιάσει σε μια γωνιά και με νύχια και με κλάματα να διώχνω όλους από κοντά μου. Ποιος το περίμενε από μένα αυτό; Ποιος;

Διότι ο ζυγός μήνας ήρθε για μένα και ήρθε στην ώρα του όπως πρόσταξε η μοίρα μου. Ήρθε τον Απρίλιο που μας πέρασε. Ήρθε και έμεινε αυτή την φορά και εγώ δεν είπα τίποτα σε κανέναν. To κράτησα κρυφό απ’ όλους. Ακόμα και από μένα! Και μου το είχε πει η φίλη μου η Άννα από την Βαρκελώνη. Κουράγιο και μετά από κάθε μονό μήνα έρχεται και ο ζυγός! Κουράγιο! Αντηχούν μέσα μου τα λόγια της κάθε στιγμή από τότε. Και σκεφτόμουνα ... σιγά μη και έρθει. Σιγά μη και με αγγίξει ο έρωτας ξανά. Σιγά μη και τον νοιώσω ...

Και τον νοιώθω ... και με αγγίζει ... και εγώ τον διώχνω όσο ποιο μακριά μπορώ ... και είμαι τόσο μα τόσο χαμένος ... είμαι τόσο μα τόσο μόνος ...

Και χτες βράδυ η αγκαλιά ήτανε καυτή ... το φιλί δροσερό ... το άγγιγμα χάδι ... αλλά και πάλι δεν ήτανε αρκετό γιατί και σήμερα ξύπνησα με βουρκωμένα μάτια. Και σήμερα το πρωί σύρθηκα από το κρεβάτι μου στον καθρέφτη ελπίζοντας να δω ένα χαμόγελο στα χείλια μου αλλά μάταια. Μόνο ένα κόμπο στο λαιμό είδα και ένοιωσα και δεν καταλαβαίνω γιατί! Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μπορώ να αφεθώ στον έρωτα. Να πλημμυρίζω με γέλια την ζωή. Να περπατάω δίχως να αγγίζω τη γη. Δεν καταλαβαίνω γιατί! Πάλι έχω χαθεί μέσα στις σκέψεις μου. Πάλι έχω χαθεί στη μετάφραση αλλά αυτή τη φορά στη μετάφραση των δικών μου σκέψεων. Πάλι χάθηκα ...

And I am wondering and wandering … lost in my thoughts … I wish I was home now ... I wish I was far away … back home. At least there I don’t have to translate.

Και τώρα που και εσύ χάθηκες
διαβάζοντας τις σκέψεις μου,
φοβάμαι ότι έχεις και εσύ
βουρκωμένα μάτια σαν και τα δικά μου.
Να ξέρεις ότι σε αγαπώ και σου χαμογελώ ...

Για σένα που ξέρω πόσο πολύ το αγαπάς
VIKTOR LAZLO & SERHAT HACIPASALIOGLU
TOTAL DISGUISE (TANGO MIX)

VIKTOR LAZLO & SERHAT HACIPASALIOGLU
TOTAL DISGUISE (FRENCH_VERSION)

Σάββατο, Απριλίου 22, 2006

Ω γλυκύ μου έαρ


Οι φλόγες να τρεμοπαίζουν, οι μελωδίες να πλανώνται στον αέρα, αλλά ο κόσμος να μη λέει να σωπάσει. Για την ακρίβεια ... να μη λέει να βγάλει το σκασμό του. Λες και όλοι περιμένανε τη σημερινή μέρα να συζητήσουν.

“Έφτιαξες κουλουράκια” να λέει μια κυρία. “Εγώ έβαλα μαστίχα φέτος στα τσουρέκια” να κοκορεύεται μια άλλη. Τα δε παιδιά ... έλεος ... μαζέψτε τα! “Που είναι η μαμά μου” να φωνάζει ένα ... “Που είναι ο Λαλάκης” να ουρλιάζει μια μάνα. Οι δε οικογένειά μου ακόμα χειρότερα. Ο αδελφός μου να μιλάει με τον πατέρα μου ακατάπαυστα για δουλείες. Η δε μητέρα μου γλιστράει και πέφτει. Ευτυχώς που περνάγαμε από το αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς και τρέξανε οι αστυνομικοί και βοηθήσανε να τη σηκώσουμε. Όλοι συνεννοημένοι να μου σπάσουνε τα νεύρα απόψε.

Δεν υπάρχει ωραιότερη μελωδία ... ωραιότερη ψαλμωδία από αυτήν της περιφοράς του επιταφίου και κάθε χρόνο νοιώθω μόνος να προσπαθώ να την αγγίξω ... έστω και για μια στιγμή να την αρπάξω μέσα σε ένα γενικό χαμό. Μία και μόνο μία φορά να την ακούσω όπως πρέπει. Να την νοιώσω όπως και εκείνη την πρώτη φορά που την πρόσεξα...

Πρέπει να ήμουν δεκαεφτά χρονών, και για άλλη μια φορά τα γενέθλιά μου είχανε πέσει μέσα στη μεγάλη εβδομάδα. Εκείνη τη χρονιά είχαμε μείνει Αθήνα να γιορτάσουμε το Πάσχα, μιας και η γιαγιά μου η Μαριγούλα, ήτανε άρρωστη στα τελευταία της. Τώρα θα μου πείτε στα δεκαεφτά μου άκουσα για πρώτη φορά την μελωδία “Ω γλυκύ μου έαρ”; Βλέπετε στο χωριό μου τότε, μοιραζόμασταν έναν παπά με άλλα πέντε χωριά. Θυμάμαι μια ζωή να κάνουμε ανάσταση στις τέσσερις το πρωί. Περιφορά να σας πω την αλήθεια δεν θυμάμαι γιατί την κάναμε λίγο συνοπτικά. Νομίζω μια γυροβολιά την εκκλησία κάναμε και αυτό ήταν όλο και όλο. Τρέχαμε πίσω από τον παπά.

Είχαμε μαζευτεί, λοιπόν, όλοι μας στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής ... ναι ... σε αυτήν στην Μεσογείων ... με τα αμάξια να τρέχουνε στην λεωφόρο πατημένα τα εκατό και με τα σουβλατζίδικα να ψένουν λες και ήτανε τσικνοπέμπτη. Θυμάμαι δε και τα σχόλια των δικών μου ... “Τι σοι Πάσχα θα κάνουμε εδώ στην Αθήνα”.

Και πως έγινε και ενώ αισθανόμουνα λες και ήμουνα σε πανηγύρι ... τη στιγμή που ξεπρόβαλε ο επιτάφιος στα σκαλοπάτια της εκκλησίας ... τη στιγμή που οι ψάλτες ανοίξανε το στόμα τους ... ο χρόνος πάγωσε. Η απόλυτη ηρεμία απλώθηκε σε ολόκληρη την πλατεία. Απλώθηκε όπως και το φως καθώς οι πιστοί μεταλαμπαδεύανε την φλόγα από κερί σε κερί. Απλώθηκε όπως και ο ήχος της καμπάνας που ο άνεμος την έπαιρνε και την ταξίδευε μακριά. Η πόλη σκοτείνιασε λιγάκι για να λάμψουν περισσότερο τα κεριά και τα αυτοκίνητα χαθήκανε κάπου στη λεωφόρο χωρίς να ενοχλούν κανένα.

Ο επιτάφιος να προχωράει μέσα στο πλήθος και αυτό σιωπηλά και αρμονικά να κάνει στην άκρη για να περάσει η λιτανεία. Δεν κουνηθήκαμε καθόλου από την θέση μας. Δεν μπορούσαμε έτσι και αλλιώς από τον πολύ κόσμο αλλά το πιο περίεργο από όλα ... εκατοντάδες άνθρωποι ... όσοι είχανε μείνει στην άδεια γειτονιά για το Πάσχα ... όλοι μα όλοι να ψέλνουν μία και μοναδική ζεστή μελωδία που έκανε και την πιο παγωμένη καρδιά να λιώνει. Όλοι να έχουνε συγχρονιστεί με τους ψάλτες και να ψέλνουν “Ω γλυκύ μου έαρ …”

Είχα μαγευτεί από τα κεριά και τους ψαλμούς. Αυτά τα δέκα με είκοσι λεπτά που κράτησε η περιφορά γύρω από την εκκλησία ... και εκείνα τα πέντε δάκρια του ουρανού που στάξανε στον ώμο μου. Απλά είχα μαγευτεί ...

. . .

Μία τέτοια μοναδική στιγμή έλπιζα και για φέτος που μείναμε Αθήνα. Βλέπεις μεγάλη Πέμπτη διάλεξε το τρίτο ανιψάκι μου να έρθει στο κόσμο και μας “καθήλωσε” στην πόλη ... και αυτό αγόρι μας βγήκε. Μόνο που οι γονείς μου θέλανε να τους πάω στον Άι Γιώργη στο Χαλάνδρι αυτή τη φορά, μιας και η εκκλησία προσπαθεί να μαζέψει χρήματα μπας τελειώσει την αγιογράφηση. Είκοσι χρόνια στα μπετά την θυμάμαι. Πινέλο με μπογιά έχει δεν έχει ακουμπήσει τους τοίχους!

Αλλά μαγική στιγμή δεν υπήρχε. Φασαρία πολύ υπήρχε. Κόσμος πολύς υπήρχε. Ψαλμοί ... ούτε για δείγμα. Αφήνω πίσω τους δικούς μου να μιλάνε ακατάπαυστα και πλησιάζω τη λιτανεία μπας και καταφέρω να κλέψω μία νότα ... ένα στοίχο. Αλλά μόνο το φως των κεριών υπήρχε από όλη τη μαγεία και ήτανε ζεστό για άλλη μια φορά. Μόνο αυτό να ζεσταίνει την παγωμένη μου καρδιά. Και είναι όντως παγωμένη τελευταία γιατί αρνείται να ερωτευτεί ξανά. Έχει μείνει πίσω στα παλιά και ενώ η λογική προστάζει να πάω εμπρός, η καρδιά αρνείται κατηγορηματικά. Λες και ελπίζει ακόμα ... λες και ελπίζει για ένα θαύμα που δεν πρόκειται να γίνει ποτέ.

Διότι όταν είσαι ερωτευμένος πιάνεσαι από λέξεις που το ποιο πιθανό είναι να μη σημαίνουν τίποτα. Και τις προάλλες που βγήκαμε μετά από ένα μήνα για καφέ, η καρδιά μου πιάστηκε από εκατοντάδες λέξεις. Συναντηθήκαμε για να μου δώσει το νεσεσέρ μου που είχα αφήσει πίσω μου εκείνη τη βραδιά που χάθηκα. Ετοιμαζόμουνα για ταξίδι και θεώρησα ότι ήταν η ώρα να κλείσω το κεφάλαιο αυτό μια για πάντα. Δεν ήταν το νεσεσέρ που χρειαζόμουνα, απλά ήθελα να μαζέψω ότι είχα αφήσει πίσω μου ... να μαζέψω τα ίχνη μου ... να σβήσω την παρουσία μου μια για πάντα.

Και καταλήξαμε να πίνουμε καφέ, να γελάμε και να υποκρινόμαστε ότι τίποτα το σημαντικό δεν είχε συμβεί. Αλλά η καρδιά πιανόταν από λέξεις και να χανόταν μέσα στον έρωτα. Η λογική να παλεύει να ανασάνει μέσα μου έστω και για μία στιγμή αλλά η καρδία μου να λιώνει και να πονάει. Και όταν ρώτησα αν μου έφερε και την οδοντόβουρτσα μου, τότε ήταν που ήθελα να βάλω τα κλάματα διότι η απάντηση δεν ήταν “όχι, την πέταξα” ούτε ήτανε “ναι, στην έφερα”. Ήταν η απάντηση που δεν περίμενα να ακούσω ποτέ μου και μακάρι να μην την είχα ακούσει, διότι από εκεί έχει πιαστεί η καρδιά μου και δεν θέλει να προχωρήσει ... και ακόμα ελπίζει. Βλέπεις η οδοντόβουρτσά μου βρίσκεται ακόμη στο ποτήρι δίπλα σε μια άλλη οδοντόβουρτσα λες και με περιμένει να γυρίζω κάποια μέρα. Λες και μια μέρα ... και εγώ δεν ξέρω πλέον. Τόσο πολύ χάθηκα μέσα στα λόγια, και για άλλη μια φορά δεν ξέρω πως να μεταφράσω τα σημάδια, τα νοήματα ... και ακόμα χειρότερα ... τα αγγίγματα. Για άλλη μια φορά χάθηκα.

Και μια σταγόνα κεριού, μου καιει το δάχτυλό μου και με ξυπνάει μέσα από τις σκέψεις μου. Και η μελωδία αρχίζει και ο κόσμος ψέλνει “Ω γλυκύ μου έαρ…γλυκύτατόν μου τέκνο, που έδει σου το κάλος...” Λόγια που δεν καταλαβαίνω αλλά είναι σαν χάδι στο μάγουλό μου.

Μόνο που η μελωδία δεν διαρκεί για πολύ και η φλόγα του κεριού με υπνωτίζει για άλλη μια φορά. Και χάνομαι πάλι μέσα σε σκέψεις που με βασανίζουν. Και αυτό που με βασανίζει όλη αυτή την εβδομάδα είναι το τηλεφώνημα που πρέπει να κάνω την Κυριακή του Πάσχα. Που είναι μέρα γιορτινή γεμάτη χαρά ... γεμάτη αγάπη. Μέρα που θέλεις να τη μοιραστείς με τ΄ αγαπημένα σου άτομα. Μέρα που θέλεις να πάρεις τηλέφωνο όλους όσους αγαπάς και να τους ευχηθείς χρόνια πολλά και ευτυχισμένα αλλά αυτό που θέλεις πραγματικά να πεις είναι χρόνια πολλά και ευτυχισμένα μαζί! Μαζί!

Και πρέπει να κάνω αυτό το τηλεφώνημα γιατί το υποσχέθηκα. Υποσχέθηκα να πάρω και να πω, πως πέρασα στην Αίγυπτο που απέδρασα για τέσσερις ημέρες, μιας και αυτή η χώρα για άλλη μια φορά δεν με χωρούσε πλέον. Υποσχέθηκα αυτό το τηλεφώνημα και δυστυχώς ακόμα δεν κατάφερα να κλείσω αυτό το κεφάλαιο της ζωής μου. Και αρχίζω να μην αντέχω πλέον γιατί κουράστηκα με όλα αυτά και έχω παγώσει την καρδιά μου για τα καλά. Την έχω παγώσει και αρνούμαι να ερωτευτώ ξανά. Αρνούμαι!

Και με αυτά και με άλλες σκέψεις ... φτάνει η στιγμή που ανεβαίνω τα σκαλιά, και με ένα απαλό φύσημα, σβήνω το κερί και προσκυνάω τον επιτάφιο.

__________________________________

Τις καλύτερες μου ευχές σε όλους σας για μια λαμπερή ανάσταση γεμάτη αγάπη και πολλά χαμόγελα.

ΥΓ. Να προσέχετε τις λαμπάδες σας μην κάψετε κανέναν!

Κυριακή, Απριλίου 09, 2006

Δίψα για Ζωή


Μη με ρωτήσετε πως και γιατί. Δεν μπορώ να σας εξηγήσω σε μερικές αράδες πως έφτασε η σημερινή μέρα, πως βρέθηκα μέσα σε εκείνη την αίθουσα ... μια αίθουσα γεμάτη πονεμένες ψυχές.

Βλέπεις, ήταν ξεκάθαρος ο πόνος τους από τις ρυτίδες που είχαν σχηματιστεί στα μέτωπά τους. Ήταν όμως και ξεκάθαρη και η δίψα που είχανε για ζωή. Το έβλεπες στα μάτια τους και στα χαμόγελά τους.

Δεν ακουγότανε το παραμικρό στην αίθουσα. Είχανε μαζευτεί από όλες τις γωνιές της Ελλάδας για να ακούσουν τα νέα. Να ακούσουν για την πρόοδο της επιστήμης. Να ακούσουν τον πρωτοπόρο ερευνητή γιατρό να τους μιλά για τη σκλήρυνση κατά πλάκας...

Γι’ αυτό σας λέω, μη με ρωτήσετε πως βρέθηκα σε εκείνη την αίθουσα. Δεν λέω ότι δεν είναι ενδιαφέρων το θέμα, αλλά υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι να περάσει κανείς μία ηλιόλουστη Κυριακή. Το θέμα είναι ότι βρέθηκα σε εκείνη την αίθουσα με άλλους εκατό ανθρώπους και ίσως να ήμουνα ένας από τους λίγους που δεν πονούσε κάθε κόκαλο στο σώμα του. Που έβλεπα σκαλοπάτια και δεν αναστέναζα. Που πεινούσα και δεν χρειαζότανε κάποιος να με ταίσει ... Ένα ακόμα περίεργο παιχνίδι της ζωής σκέφτηκα και βυθίστηκα ακόμα πιο πολύ μέσα στη θλίψη μου.

Και μετά από μία σχεδόν ώρα απόλυτης ησυχίας, μίας ώρας που ο ομιλητής μας είχε μαγέψει με της ιστορίες του και τα επιτεύγματα στην έρευνα, έφτασε εκείνη η ώρα που έπρεπε να απαντήσει στις απορίες αυτών των ψυχών. Χέρια πολλά σηκώθηκαν και όλα να ψάχνουν για απαντήσεις. Και η πρώτη ερώτηση, που μάλλον ήτανε και ερώτηση όλων, αφορούσε τα βλαστοκύτταρα. Πότε; Πότε θα είναι έτοιμη η θεραπεία;

Νομίζω ότι εκείνη τη στιγμή δεν κουνήθηκε ούτε ένα βλέφαρο στο ακροατήριο. Δεν έκλεισε ούτε ένα μάτι όσο και να πονούσε. Όλοι τους είχανε κρεμαστεί από το στόμα του γιατρού. Όλοι τους είχανε αποθέσει τις ελπίδες τους σε εκείνη τη μοναδική στιγμή. Και όταν τους εξήγησε πόσο πολύ δρόμο έχουνε ακόμα μπροστά τους, όταν τους είπε πως τίποτα δεν πρόκειται να βγει στα επόμενα έξι χρόνια, τα μάτια όλων δάκρυσαν. Δάκρυσαν με σταγόνες απελπισίας. Δάκρυσαν με σταγόνες πόνου. Δεν αντέχανε άλλο! Πόσο υπομονή να κάνουνε πλέον; Πόσο;

. . .

Το συνέδριο συνεχίστηκε με φαγητό, μουσική και γέλια. Πολλές αγκαλιές και πολλά φιλιά. Να ανταλλάσσουν ιστορίες μεταξύ τους και να δίνει ο ένας κουράγιο στον άλλον. Εγώ καθισμένος σε μία γωνιά, χαμένος για άλλη μια φορά στις σκέψεις μου. Κάπου ένοιωσα άσχημα για το πόσο αντικοινωνικός ήμουνα. Βλέπετε ... εγώ ήμουνα ο οικοδεσπότης. Εγώ τους είχα καλέσει. Μη ρωτάτε πως και γιατί ... αλλά μη νομίζετε ότι έχω τόσο καλή ψύχη. Μια επιχειρηματική απόφαση ήτανε σαν όλες τις άλλες. Άλλοι το αποφάσισαν, άλλοι το οργάνωσαν. Εγώ μια υπογραφή έβαλα για να παραχωρήσουμε τον χώρο. Και έτσι απλά, ντυμένος με το κουστούμι μου, είχα καθίσει βουβός σε μια γωνιά και περίμενα υπομονετικά να τελειώσει και η σημερινή μέρα.

Η ώρα είχε πάει γύρω στις τέσσερις όταν οι σερβιτόροι μαζεύανε τα τραπέζια, και εγώ ζήτημα ήτανε να είχα ανταλλάξει δυο τρεις κουβέντες όλη μέρα. Κάποια στιγμή, πρόσεξα μία κοπέλα που προσπαθούσε να αποσπάσει την προσοχή μιας σερβιτόρας. Μια κοπέλα που καθότανε και αυτή σε μια γωνιά όπως και εγώ ... χαμένη στις δικές της σκέψεις. Ήτανε δεν ήτανε τριανταπέντε χρονών μέσα στο άνθος της ηλικίας της αλλά δυστυχώς καθότανε σε αναπηρικό καροτσάκι.

Και έτσι άρχισε το παιχνίδι που σας έλεγα προηγουμένως. Από αυτά που η μοίρα τρελαίνεται να μας παίζει. Από αυτά τα μαθήματα ζωής που βλέπεις να έρχονται αλλά δεν κάνεις τίποτα για να αποφύγεις. Λες και κάποιος με έσπρωξε να πάω να της μιλήσω. Λες και κάποιος μου άνοιξε το στόμα μου για να αρχίσω να μιλάω. “Μπορώ να σας βοηθήσω;” άρθρωσα. Και έτσι απλά ξεκίνησε η ζωή να μου διδάσκει ένα καινούργιο μάθημα ... ένα ολοκαίνουργιο μάθημα.

Οι πρώτες κουβέντες της, δύσκολα καταλαβαινόντουσαν. Δεν μπορούσε να μιλήσει μιας και ήτανε σε προχωρημένο στάδιο. Ήθελε να ρωτήσει αν μπορούσε να κρατήσει μια σύνθεση λουλουδιών από αυτές που ήτανε πάνω στο τραπέζι. Βλέπεις, το όνομά της ήταν Μαργαρίτα, και οι συνθέσεις είχανε μπόλικες άγριες μαργαρίτες από το διπλανό λιβάδι. Έξι χρόνια είχε να περπατήσει. Έξι χρόνια είχε να πάει σε κάποιο λιβάδι να μαζέψει μαργαρίτες. Έξι ολόκληρα χρόνια είχε να ξαπλώσει σε έναν αγρό να μυρίσει αγριολούλουδα. Έξι ολόκληρα χρόνια ...

Μιλάγαμε για πολύ ώρα μαζί. Μου έλεγε για το πως η ζωή της έχει αλλάξει. Για το πως οι άνθρωποι που θεωρούσε φίλους, την εγκατέλειψαν. Για το πως δεν έχει έναν άνθρωπο να την βοηθήσει να κάνει τα πιο απλά πράγματα στη ζωή ... αυτά που εμείς θεωρούμε δεδομένα. Καθόμουνα και την άκουγα και δεν έλεγα πολλά. Τι να πω; Για το πόσο μελαγχολικός είμαι τον τελευταίο καιρό; Για το πόσο απελπισμένος είμαι; Πως δεν μπορώ να ξεπεράσω ένα χαζό έρωτα, που στο κάτω κάτω διάρκεσε μόνο ένα μήνα; Τι να πω; Για τα πεζά μου προβλήματα; Εγώ σταμάτησα σε ένα αγρό τις προάλλες και έβγαλά κάμποσες φωτογραφίες για να περάσει η ώρα, και ούτε που έσκυψα για να μυρίσω μία μαργαρίτα. Πόσο γελοίος ένοιωσα εκείνη τη στιγμή. Εγώ και τα χαζά μου προβλήματα.

“Μπορώ να έχω μία σύνθεση λουλουδιών;” με ξαναρωτάει κάποια στιγμή με βλέμμα γεμάτο λύπη. Λες και ζητούσε να της κάνω τη πιο δύσκολη χάρη στη ζωή. Και μία, και δύο και όσες θέλεις ... σκέφτηκα να της πω, αλλά αντί για αυτό γυρνάω και της λέω “Θέλεις να σε πάω στο χωράφι εδώ δίπλα; Έχουμε φτιάξει ράμπα και μπορείς να μαζέψεις μόνη σου τις μαργαρίτες...”

Δεν χρειάστηκε πολλά για να την πείσω, και προτού να το καταλάβουμε βρεθήκαμε μέσα σε ανθισμένους κήπους να μαζεύουμε αγριολούλουδα. Ένοιωθα άβολα λιγάκι και δεν την κοιτούσα στα μάτια. Ήξερα ότι ήτανε βουρκωμένα, και φοβόμουνα ότι θα έβαζε τα κλάματα. Τη βοήθησα να κατέβει από το αναπηρικό καρότσι και να καθίσει κάπου εκεί ανάμεσα στα χόρτα ... ανάμεσα σε μαργαρίτες και παπαρούνες ... και ήταν πάρα μα πάρα πολύ γλυκιά με όλα τα λουλούδια εκεί τριγύρω.

Κάποια στιγμή, όταν ενώσαμε τα αγριολούλούδα που είχαμε μαζέψει και οι δυο μας, και φτιάξαμε ένα μεγάλο μπουκέτο γυρνάει και μου λέει με μάτια να τρέχουν ποτάμι δάκρια ... “Κάθε βράδυ, πριν πέσω για ύπνο, παρακαλάω τον θεό να μου δώσει μία μέρα ακόμα ζωής”. Την κοίταξα χωρίς να πω τίποτα. Πρέπει εκείνη τη στιγμή να πάγωσα για μερικά λεπτά. Δεν είχα απολύτως τίποτα να της πω γιατί εγώ, κάθε βράδυ τον τελευταίο μήνα, παρακαλάω με κλάματα τον θεό να κοιμηθώ και να μην ξυπνήσω την άλλη μέρα ... και ένοιωσα τόσο ντροπή, μα τόσο ντροπή γιατί ακόμα και σήμερα ... δύο μέρες πριν από τα γενέθλιά μου ... δύο μέρες πριν γιορτάσω τη ζωή και τα δώρα που απλόχερα μου δίνει καθημερινά, σηκώθηκα και ήθελα να ευχηθώ να είναι η τελευταία μου ...

_________________________________

Συνέδριο για σκλήρυνση κατά πλάκας θα ξαναγίνει το καλοκαίρι και θέλουν να το κάνουν αυτή τη φορά στους κήπους που μαζεύαμε τις μαργαρίτες και τις παπαρούνες, με θέα την Αθήνα και το ηλιοβασίλεμα. Έβαλα την Μαργαρίτα να μου υποσχεθεί, ότι θα έρθει το καλοκαίρι, και αυτή τη φορά δεν θα μαζέψουμε λουλούδια, αλλά θα έχω το τηλεσκόπιο μαζί μου και θα της δείξω τα αστέρια.

Τετάρτη, Μαρτίου 29, 2006

Αρπάζω την ζωή ξανά!

Πάνε τρία χρόνια από τότε που κοίταξα τελευταία φορά μέσα από το τηλεσκόπιό μου. Τρία χρόνια που γέμιζε σκόνη σε μία γωνιά. Μη με ρωτάτε γιατί. Ούτε εγώ ο ίδιος δεν ξέρω να απαντήσω. Πολλά άλλαξαν τα τελευταία χρόνια. Λίγο η δουλειά, λίγο το άγχος, λίγο η ανώμαλη προσγείωση στην ελληνική πραγματικότητα. Λίγο λίγο ο χρόνος μου γέμιζε με πεζά προβλήματα της καθημερινότητας και χανόταν η μαγεία μέσα μου. Χανόταν το παιδί από μέσα μου.

Θυμάμαι τότε που ανακάλυψα τον πρώτο μου γαλαξία και πετούσα από την χαρά μου. Φαντάζομαι πως ήταν η Ανδρομέδα. Το ξέρω ότι δεν ήμουνα εγώ ο πρώτος που την βρήκα αλλά όταν είσαι παιδί μέσα σε ένα κόσμο τόσο λαμπερό και μαγικό, αρπάζεις κάθε τι και το κάνεις δικό σου ... μέρος της καρδιά σου ... μέρος του εαυτού σου.

Θυμάμαι μικρός είχα κολλήσει αστέρια στο ταβάνι πάνω από το κρεβάτι μου. Βλέπεις, φοβόμουνα το σκοτάδι αλλά ήμουνα πολύ περήφανος για να το παραδεχτώ. Ήμουνα ένας ατρόμητος πολεμιστής όπως ο Ορίωνας. Ένας πολεμιστής δεν ζητάει από την μαμά του να αφήσει την πόρτα ανοιχτή να μπει το φώς! Ζητάει; Δεν ζητάει! Όταν πλέον τα βράδια το σκοτάδι πλημμύριζε το δωμάτιο, το μόνο που μπορούσα να διακρίνω ήταν οι αστερισμοί να φωσφορίζουν. Είχα δημιουργήσει ένα δικό μου λαμπερό κόσμο. Ένα κόσμο με τους δικούς του κανόνες. Αυτούς που ήθελα εγώ. Με οδηγούς τα άστρα, καβάλα στον Πήγασο, πετούσα σε τόπους μακρινούς. Κάπου εκεί στη μικρή και στη μεγάλη Άρκτο, στην βασίλισσα της Αιθιοπίας την Κασσιόπεια, χανόμουνα τα βράδια σε ατελείωτα ταξίδια. Το λιοντάρι να βρυχάται ... ο Δράκος να πολεμά τον Ηρακλή ...

Το όνειρο κάθε παιδιού ... να γίνει αστροναύτης! Θυμάμαι πως είχε καταρρεύσει όταν είδα το Challenger να διαλύεται. Μόλις είχα γυρίσει από το σχολείο και μου φωνάζει η μητέρα μου “Έλα να δεις, γρήγορα, έλα να δεις ...” Το Challenger ήταν είδη στον αέρα για μερικά δευτερόλεπτα και ξαφνικά ... χίλια κομμάτια. Χίλια πολύ μικρά κομμάτια. Ένα κομματάκι για κάθε όνειρο που έσβηνε. Και απ’ όλα τα space shuttles έτυχε να είναι το Challenger; Η “Πρόκληση”; Τόσο πολύ νευριάσαμε τον θεό που θέλαμε να τον φτάσουμε; Που θέλαμε να αψηφήσουμε τα δεσμά μας να ξεφύγουμε; Που είδαμε το κόσμο μια πρόκληση και θέλαμε να τον κατακτήσουμε;

Ένας κόσμος τόσο μαγικός που τον άφησα και με άφησε.

. . .

Μέσα στον πανικό της ημέρας άνοιξα ένα παράθυρο. Άνοιξα ένα δικό μου παράθυρο. Ένα μικρό παράθυρο δύο ωρών. Δύο ώρες που ανάγκασα όλους τριγύρω μου να μπουν στον δικό μου ρυθμό. Με κοιτάζανε σαν να ήμουνα χαζό αλλά δεν με ένοιαζε καθόλου. Οι φράσεις που ξεκινούσανε με το όνομά μου και συνέχιζαν με την λέξη “πρέπει” απαγορεύτηκαν τελείως. Κάθε επικοινωνία με τον έξω κόσμο διεκόπη. Ήταν το δικό μου παράθυρο που κοιτούσε στον δικό μου κόσμο και είχε τους δικούς μου κανόνες! Για δύο ώρες ήμουνα εγώ και μόνο εγώ, σε ένα ταξίδι μακρινό. Όπως όταν ήμουνα μικρός και ατένιζα το απέραντο σύμπαν. Έτσι ακριβώς και σήμερα. Εγώ και τα αστέρια μου. Εγώ και ο κόσμος μου. Εγώ και η ζωή που θα ήθελα να δημιουργήσω.

Το παράθυρο έπρεπε να ανοίξει συγκεκριμένη ώρα και αντιρρήσεις δεν χωρούσανε. Από το πρωί όλοι να θέλουν κάτι από εμένα και εγώ να λέω “Δεν μπορώ, έχει έκλειψη ... Δεν μπορώ!”. Και όλοι να με κοιτάνε με απορία. Τι πάει να πει έχει έκλειψη; Τι σημαίνει έχει έκλειψη; Γιατί να εμποδίζει την καθημερινότητα μία έκλειψη ηλίου; Αυτό όμως που εγώ εννοούσα, αυτό όμως που εγώ ήθελα πραγματικά να πω, ήτανε ... “Δεν μπορώ, πρέπει να βρω να χαμένα μου όνειρα. Δεν μπορώ έχω ταξίδια μαγικά να κάνω. Δεν μπορώ ... έχω να αρπάξω για άλλη μια φορά την ζωή και να την ζήσω με τους δικούς μου κανόνες!”

ΥΓ. Βασιλική,
cross your fingers να βγούνε οι φωτογραφίες της προκοπής!

Δευτέρα, Μαρτίου 27, 2006

Είναι τόσα πολλά που θέλω να σου πω...

Αθήνα 8 Δεκεμβρίου 2005

Είναι τόσα πολλά που θέλω να σου πω, τόσα πολλά και δυστυχώς δεν ξέρω πως. Ακόμα χειρότερα δεν ξέρω πως να στα γράψω. Ήθελα τόσο πολύ να στα πω εκείνο το βράδυ αλλά δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Είχα χαθεί μέσα στα λόγια σου, μέσα στο βλέμμα σου, μέσα στην ψυχή σου ...

Δεν θυμάμαι και πολλά από εκείνη την βραδιά αλλά και πάλι θυμάμαι κάθε σου λέξη. Έτρεμε η φωνή μου, γι αυτό και δεν μπορούσα να σου μιλήσω. Είχαν παγώσει τα χέρια μου, γι αυτό και δεν σε άγγιξα. Είχαν δακρύσει τα μάτια μου, γι αυτό και δεν σε κοίταξα.

Να πω ότι σε αγαπώ είναι πολύ βαριά κουβέντα. Να πω ότι είμαι ερωτευμένος ... ίσως και να υπερβάλω. Αν δεν ξέρω πως να σου πω αυτό που νοιώθω για εσένα πως να το γράψω; Πότε δεν ήμουνα καλός στα λόγια ... και είμαι ακόμα χειρότερος στο γράψιμο. Το μόνο που μου έρχεται να σου πω είναι πόσο πολύ μου λείπεις. Πόσο αφόρητα πολύ μου λείπεις από την ζωή μου.

Ένα από τα πράγματα που ήθελα να σου πω εκείνο το βράδυ είναι ένα μεγάλο ευχαριστώ για το δώρο που μου έκανες. Μιλάω για εκείνη την αγκαλιά που μου έδινες αργά κάθε βράδυ μέσα στον ύπνο μου. Εκεί γύρω στις τέσσερις τα ξημερώματα ... στις πέντε ... στις έξι ... όταν άλλαζες πλευρό. Το ένα σου χέρι κάτω από το μαξιλάρι και το άλλο να με σφίγγει για να μη σου φύγω. Μπορεί να μην ακούγεται σημαντικό, μια απλή αγκαλιά ήτανε μέσα στον ύπνο σου αλλά για μένα σήμαινε τα πάντα. Ήταν η στιγμή που ξεχνούσα όλες μου τις σκοτούρες, όλες μου τις υποχρεώσεις, όλα μου τα προβλήματά. Το αύριο δεν με φόβιζε όσο σκληρό και να ήτανε. Οι μόνες στιγμές που πραγματικά κοιμόμουνα ήσυχος ... έστω και για λίγες ώρες ήξερα ότι άμα σκοντάψω ήσουνα εκεί να με κρατήσεις, να με στηρίξεις. Ένα μεγάλο ευχαριστώ ... ένα μεγάλο ευχαριστώ για αυτό το μοναδικό σου δώρο.

Υπάρχουν τόσα πολλά ακόμα που θέλω να σου πω και πλέον έχουν χαθεί μέσα στις σκέψεις μου. Έχουν χαθεί κάπου εκεί που έχασα και το εαυτό μου. Αν με ρώταγες τι θα ήθελα ποιο πολύ τώρα στη ζωή μου ... θα ήθελα να έσβηνα την λέξη αξιοπρέπεια από το λεξιλόγιό μου. Θα ήθελα να την διέγραφα τελείως ... από όσες γλώσσες ξέρω. Θα ήθελα να μην ξέρω καν το νόημα της λέξης αυτής για να μπορέσω να πέσω στην αγκαλιά σου και να σε παρακαλέσω με δάκρια στα μάτια. Να σε ικετεύσω να το ξανασκεφτείς. Τι και αν χρειάζεσαι και άλλο χρόνο για να ξεπεράσεις την παλιά σου σχέση; Σου είπα ότι έχω υπομονή. Έχω πολύ υπομονή. Δεν με νοιάζει αν ποτέ δεν ακούσω να μου λες σε αγαπώ. Δεν με νοιάζει αν με φιλάς και δεν το εννοείς. Δεν με νοιάζει ... δεν με νοιάζει ... δεν με νοιάζει ... Θέλω απλά να ήμαστε μαζί. Έψαξα πάρα πολύ για να σε βρω και δεν αντέχω να σε χάσω. Δεν έχασα μόνο τον έρωτα αλλά και την φιλία μαζί σου. Και η φιλία δεν αναπληρώνεται με τίποτα και αυτή είναι που μου λείπει πιο πολύ.

Η ζωή θα έπρεπε να είναι πιο απλή, πολύ πιο απλή. Όπως εκείνη τη φορά που ήρθα με τα κεικάκια για πρωινό στο ένα χέρι, και με μία οδοντόβουρτσα στο άλλο. Τόσο απλή ... να γελάμε ... να κάνουμε έρωτα ... Τόσο απλή. Δεν μπορώ τα περίπλοκα. Δεν αντέχει η καρδιά μου πιο περίπλοκα συναισθήματα. Να ήμαστε ευτυχισμένοι και χαρούμενοι θέλω. Και όταν έχεις τις μαύρες σου να είμαι πάντα δίπλα σου και να σου ψιθυρίζω κουράγιο κάτω από τα σκεπάσματα. Να σου ψιθυρίζω τα χαζά μου και εσύ να μου χάνεσαι μέσα σε γέλια. Τόσο απλή!

Δεν ξέρω τι άλλο να σου πω. Η λογική έχει χαθεί από αυτό εδώ το γράμμα. Έχει χαθεί κάπου μέσα μου. Αναγκάζομαι να την βγάλω στην επιφάνεια που και που αλλά μετά χάνεται σε δευτερόλεπτα. Εκείνο το βράδυ δεν είχε λογική. Δεν κατάλαβα πως άλλαξαν τα πράγματα. Την μία μέρα χαμένοι στα φιλιά ... στο πάθος και την άλλη ... Νόμιζα ότι ήμασταν χαρούμενοι και οι δύο με ότι είχαμε αλλά πόσο λάθος έκανα.

Δεν ξέρω γιατί σου γράφω. Μάλλον επειδή θέλω να δώσω μία τελευταία μάχη. Μάλλον γιατί αξίζει να παλέψω για μία θέση στη ζωή σου όσο μικρή και να είναι. Απλά ελπίζω. Απλά ελπίζω να μου χαμογελάσεις με τον μοναδικό σου τρόπο. Να με κάνεις να γελάσω ξανά. Να με κάνεις να πάψω να κλαιω τα βράδια αγκαλιά με ένα μαξιλάρι. Απλά ελπίζω...

. . .


Αυτό που δεν έκανα εκείνο το βράδυ ήταν να σε αποχαιρετήσω όπως έπρεπε. Είχα παγώσει και δεν ήξερα πως να σε αγκαλιάσω. Είχαν καταρρεύσει τα πάντα τριγύρω μου και δεν ήξερα πως να σε φιλήσω στο μάγουλο για να σε ευχαριστήσω για έναν υπέροχο μήνα. Έναν υπέροχο μήνα που βρήκα τον εαυτό μου ... και λίγο από την παιδική μου αθωότητα. Ένα μήνα μέσα στον χειμώνα που στα μάτια σου άνθησε ο κόσμος ολόκληρος. Ίσως με αυτό το γράμμα κάπως καταφέρω να σου δώσω εκείνη την αγκαλιά ... εκείνο το φιλί ... και ίσως ένα τελευταίο χάδι.



____________________________

Note to myself: I think it’s enough. I think it’s more than enough. It’s about time to live again … feel the spring … taste the air … touch the light … and maybe fall in love with life again.

Τετάρτη, Μαρτίου 22, 2006

Ζω

Και εκεί που χάνομαι στις σκέψεις μου,
εκεί που προσπαθώ το όνειρο να πιάσω,
χάνω τον ερχομό της άνοιξης
κάπου εκεί που έχασα και τον εαυτό μου.

Έστω και με μία μέρα καθυστέρηση,
έστω και με μία πρόχειρη φωτογραφία,
απαθανάτισα μία μοναδική στιγμή
να μου θυμίζει ότι πρέπει να "ζω" και όχι να "επιβιώνω".

Πέμπτη, Μαρτίου 16, 2006

Παράθυρα

Αθήνα 4 Μαρτίου 2006

Το δωμάτιο κρύο. Τα σκεπάσματα ζεστά. Η απόλυτη ησυχία. Έτσι όπως μου αρέσει τον τελευταίο καιρό, έτσι όπως μόνο αντέχω τον τελευταίο καιρό. Χωμένος μέσα στο πάπλωμα. Μόνος ξανά. Μόνος για άλλη μια φορά.

Ανοίγω ένα ένα τα αγαπημένα μου blog. Πρώτα της φίλης μου της Mind … μετά του Νικόλα ... της Άννας κάπου εκεί στην Ισπανία ... της Ψιψινέλ στον Καναδά ... της Μένω Εκτώς από την Γερμανία, του Λουκουμιού από την συμπρωτεύουσα. Τα blog φορτώνουν. Όλα σε διαφορετικά παράθυρα. Όλα μαζί ... ταυτόχρονα. Νέα από διαφορετικές γωνιές του πλανήτη. Ξεκαρδιστικές αφηγήσεις από τον Λαμπρούκο, τη Βασιλική και τα απωθημένα της με το αφεντικό ... την Μαριλίνα να προσπαθεί να γίνει δασκάλα.

Πως έμπλεξα εγώ σε αυτήν την ιστορία; Εγώ που δεν τολμούσα να βάλω δύο ελληνικές λέξεις μαζί. Εγώ που έκθεση πάνω από 8, με άριστα το 20, δεν πήρα ποτέ. Με την ανωρθωγραφύα μου σε όλο της το μεγαλείο. Μερικές φορές ούτε το spell checker δεν με καταλαβαίνει. Πως έμπλεξα έτσι; Και εντάξει που έμπλεξα. Γιατί συνεχίζω; Ποιοι είναι όλοι αυτοί που διαβάζουν τις σκέψεις μου ... τα συναισθήματα μου ... τα ξεσπάσματά μου. Καλά όταν γράφω χαζοαστείες ιστορίες στο γραφείο ... αλλά όταν γράφω για το πόσο δυστυχισμένος είμαι; Για το πόσο μόνος είμαι πάλι. Γιατί με διαβάζουν. Ποίος θέλει να μελαγχολήσει με τις ιστορίες μου.

Εγώ γιατί διαβάζω τις ιστορίες των άλλων. Να χάνομαι στις ιστορίες της Ελληνίδας και να μένω με ανοιχτό το στόμα. Ο δε Κοκοβιός, σκέτος πονοκέφαλος με τις αναλύσεις του για την ζωή. Γιατί βυθίζομαι στα ημερολόγια ψυχών που δεν γνωρίζω και μάλλον δεν θα γνωρίσω ποτέ. Γιατί;

Και καθώς αναρωτιέμαι όλα αυτά και σιγά σιγά γεμίζουν με ιστορίες τα παράθυρα μία απαλή άρια ξεκινά να παίζει. Τόσο απαλή σαν χάδι από φτερό. Κλείνω τα μάτια μου ... σβήνω τις σκέψεις μου. Η Μαρία Κάλλας να τραγουδά και εγώ να χάνομαι μέσα σε μια απέραντη γαλήνη ... στην ζεστασιά του κρεβατιού μου. Κάπου εκεί μέσα σε αυτόν τον απέραντο κόσμο, κάποιος από την παρέα μας, είχε ανοίξει το δικό του παράθυρό. Είχε βάλει όσο πιο δυνατά μπορούσε την μουσική για να την ακούσουμε όλοι μας. Η κρυστάλλινη φωνή της Κάλλας γέμισε το δωμάτιο ... γέμισε την ψυχή μου ... μαλάκωσε την ραγισμένη μου καρδιά.

Πρέπει να άκουσα τουλάχιστον πέντε φορές το Casta Diva πριν ανοίξω τα μάτια μου ξανά και συνειδητοποιήσω ότι ήταν πλημμυρισμένα στα δάκρια. Νομίζω ότι κατάλαβα γιατί είμαι ακόμα εδώ. Νομίζω ότι τώρα κατάλαβα.

Ευχαριστώ Λολιτάκι.

Τετάρτη, Μαρτίου 15, 2006

Lost in Translation

Και φτάνει η μέρα εκείνη που ο παραμικρός θόρυβος είναι μαρτύριο. Τα αγαπημένα σου τραγούδια δεν είναι παρά μία φασαρία στα αυτιά σου. Η απόλυτη ησυχία είναι το μόνο που αντέχεις.

Να κουκουλώνεσαι με τα σκεπάσματα και να κρυώνεις αφόρητα. Να πρέπει να πας στη δουλειά και το πάπλωμα να σε έχει πλακώσει. Να κλαις και να μην ξέρεις αν είναι δάκρια ή σταγόνες βροχής.

Αυτά τα αστεία στην δουλεία, πώς να τα αντέξεις; Συναντήσεις με πελάτες μέσα σε μία ευτυχισμένη υποκρισία. Να πρέπει να κατσαδιάσεις υπαλλήλους χωρίς να έχεις κουράγιο να σηκώσεις το δάχτυλό σου. Και το μόνο που σκέφτεσαι είναι πότε θα τελειώσει η ημέρα για να χωθείς ξανά στο κρεβατάκι σου.

Έφτασε η μέρα που πάντα φοβάσαι. Και αναρωτιέσαι, που πήγαν όλα στραβά; Πως το τελευταίο παθιασμένο φιλί έγινε δεν σ’ αγαπώ; Μου λένε και οι φίλοι μου να μην δίνομαι ολοκληρωτικά σε μία σχέση. Πώς γίνεται αυτό; Πως γίνεται να δίνεις τον μισό σου εαυτό; Τι κάνεις με τον άλλο μισό; Τον κρατάς έκπληξη για αργότερα; Γίνεται; Δεν γίνεται! Μου λένε, και μάλλον έχουν απόλυτο δίκιο σε αυτό, να νοιώθει ότι μπορεί και να σε χάσει. Δεν ξέρω εγώ από παιχνίδια. Ξέρω μόνο να αγαπώ. Να αγαπώ και να νοιάζομαι. Τι τα χρειαζόμαστε τα παιχνίδια όταν και οι δυο είναι ευτυχισμένοι σε μία ατελείωτη αγκαλιά.

Που δεν ερμήνεψα τα σημεία σωστά; Κάπου χάθηκα μέσα στα μηνύματα. Κάπου εκεί ανάμεσα στα λόγια που ψιθυρίζαμε τα βράδια κάτι δεν μετάφρασα σωστά. Κάπου εκεί ... κάπου εκεί χαμένος στα φιλιά ... somewhere over there I lost it. I got lost into the feelings, the signs, the meanings. I am lost again … lost in my thoughts … thoughts I have no one to talk about … I wish I was home … I wish I was home … at least there I don’t have to translate …

Δευτέρα, Μαρτίου 13, 2006

Κάποιος να μου εξηγήσει ...


Κάποιος να μου εξηγήσει ... κάποιος να μου εξηγήσει γιατί θα τρελαθώ ... έτσι είναι να είσαι ερωτευμένος; Αυτό το χάλι το μαύρο που νοιώθω είναι έρωτας; Αν ναι ... ευχαριστώ αλλά μήπως και δε πάρω! Από πού να αρχίσω; Μου λέτε; Από που; Από τις ανορεξίες; Τις ανά πεντάλεπτο κυκλοθυμίες μου; Τις αϋπνίες; Την παράνοια που με κυριεύει ώρες ώρες; Από πού να ξεκινήσω; Πείτε μου!

Καταρχήν, η λογική εξαφανίζεται, τουλάχιστον σε μένα. Δεν ξέρω για σας αλλά σε μένα τίποτα από αυτά που κάνω δεν είναι λογικά, τίποτα δεν στέκει. Κάθε συναίσθημα υπερβαίνει της λογικής. Τι κι αν ζω όλη μου τη ζωή με κανόνες, τάξη και σύνεση; Άμα καψουρευτώ … Δεν πάει να είναι τρεις η ώρα το πρωί και να κοιμάμαι όρθιος ... αν στο ζητήσει ... βράστα. Έτρεχα την περασμένη Κυριακή τρεις η ώρα τα ξημερώματα για μία αγκαλίτσα. Και ας έπρεπε να ξυπνήσω σε τέσσερις ώρες για δουλειά. Μιλάμε λογική γιοκ.

Να μην αναφερθώ στη δουλειά που τα έχω φορτώσει στον κόκορα. Σήμερα πρωί, στο δρόμο για δουλειά, πήγα στο φαρμακείο. Ο Κώστας ο φαρμακοποιός έχει γίνει φιλαράκι πλέον ... ένα χρόνο κάθε μέρα φάρμακα για τον πατέρα μου. “Καλημέρα Ανδρέα” μου λέει. “Καλημέρα … Κώστα”. Εγώ εν τω μεταξύ έχω πάει κατευθείαν στα λάδια για μασάζ που έχει. “Όλα καλά;” Με ρωτάει. “Εσύ τι λες, Δευτέρα πρωί και εγώ ψάχνω λάδι για μασάζ”. Αυτό που δεν σας είπα είναι ότι χτες το βράδυ γυρνάει και μου λέει “πονάει το κορμάκι μου” ... από την πολύ δουλεία θέλω να πιστεύω. Μιλάμε παράτησα τα πάντα πρωί πρωί, εφορίες, τράπεζες, λογιστές και έτρεχα για να βρω λάδι μασάζ. Άστα να πάνε. Λάδι για αισθησιακό μασάζ αγοράζω από τη γειτονιά … αλλά για προφυλακτικά μπορεί και να οδηγήσω μία ώρα μακριά. Τι να σας λέω τώρα ... βράσε όρυζα. Μπορώ να μιλάω για ώρες για τα χαζά που κάνω.

Η αλήθεια είναι ότι όλο μου λένε πόσο “χαζό” είμαι. Δεν μου λένε αν είμαι σέξι, αν είμαι hot, έστω αν είμαι γλυκός! Μόνο “χαζό” με αποκαλούνε. Εγώ να λέω “αγάπη μου” και για απάντηση να παίρνω “χαζό μου”!

Τώρα που είπα “χαζό” ... με αυτό το χαζό χαμόγελο της colgate τι κάνουμε; Έχει κολλήσει πάνω μου και δεν λέει να φύγει. Τις προάλλες που πήγα σε δικαστήριο για μια δουλειά μάλλον δεν έκανα και την καλύτερη εντύπωση στην πρόεδρο. Με κοιτούσε με το κλασσικό βλέμμα “τι θέλεις από την ζωή μου” και την κοιτούσα με βλέμμα “εγώ έκανα sex χτες βράδυ... εσύ από πότε έχεις να το κάνεις;”

Να αλλάξουμε θέμα διότι παρεκτράπειν; Να μιλήσουμε για νευράκια. Πόσες φορές θα κοιτάξω αυτό το ρολόι σήμερα; Μου λέτε; Πόσες φορές; Εφόσον πνίγεται στη δουλειά μέχρι το βράδυ. Τι περιμένω να με πάρει τηλέφωνο; Εγώ εν τω μεταξύ είμαι αυτός που λέω στους υπαλλήλους “τα προσωπικά μας τα αφήνουμε έξω από την πόρτα όταν ερχόμαστε για δουλειά!” Δάσκαλε που δίδασκες ... και εντάξει που έχω τα τρελά μου ... οι άλλοι τι φταίνε για τα ξεσπάσματα μου; Μου λέτε σε τι φταίνε; Έχω κατσαδιάσει κόσμο και κοσμάκη τελευταία ...

Να μην μιλήσω για τις ανορεξίες μου. Όταν λένε για πεταλούδες στο στομάχι αυτό εννοούνε; Να νοιώθεις το στομάχι σου να έχει φτάσει στο λαιμό; Να τρωω μια μπουκιά και να μου έρχεται να ξεράσω; Καλά όταν έχεις φαει χυλόπιτα. Το καταλαβαίνω να μην έχεις όρεξη. Αλλά και όταν είσαι μέσα στην τρελή χαρά; Δεκαπέντε κιλά έχω χάσει τους τελευταίους μήνες. Δεκαπέντε! Αγνώριστος έχω γίνει. Αν βάλεις ένα μήνα η κάθε σχέση που έχει διαρκέσει μέχρι τώρα – ο μήνας είναι το ρεκόρ μου μέχρι στιγμής – και ένα μήνα για να συνέλθω από την χυλόπιτα – τόσο μου χρειάζεται – ... για να υπολογίσω … τρεις σχέσεις συν αυτή που τρέχει τώρα ... Έξι και κάτι μήνες! Δεκαπέντε κιλά σε εξίμησι μήνες. Δεν πάμε καλά. Πάνε εκείνες οι εποχές που καθάριζα μία πίτσα μόνος μου. Που είναι οι κουβάδες παγωτού; Κόμπος έχει γίνει το στομάχι από έρωτες και χυλόπιτες.

Όχι ότι παραπονιέμαι διότι έχω γίνει και γαμώ τους γκόμενους με μείον δεκαπέντε. Μπαίνω σε μπαρ και για πρώτη φορά γυρνάνε να με κοιτάξουνε. Καλά δεν μιλάμε για το τι έγινε στο Λονδίνο πριν ένα μήνα. Ο Φίλιππος, το φιλαράκι μου, έχασε πάσα ιδέα για μένα. Να πέφτουν ξεροί γυναίκες και άντρες!!! Μιλάμε για τρελά καμάκια. Τι σε μπαρ, τι στον υπόγειο, τι στα μαγαζιά. Εντελώς στεγνά και ξεδιάντροπα μου την πέφτανε και με χουφτώνανε! Του είπα και εγώ ότι οι Λονδρέζοι είναι φιλικοί άνθρωποι. Τι άλλο να πω. Σιγά μη με πίστεψε. Εδώ σφαζόντουσαν παλικάρια και κοπέλες στα πόδια μου ...

Αλλά να επανέλθουμε στο θέμα μας. Μπορεί κάποιος να μου πει ... όντως έτσι είναι ο έρως ... όντως έτσι; Μήπως εγώ τον περνάω βαριά; Α! Τώρα που θυμήθηκα. Οι φίλοι μου! Από τότε που σταμάτησα να δουλεύω ολημερίς οληνυχτις, δηλαδή τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε, και αποφάσισα να αποκτήσω προσωπική ζωή, τα έχουν χαμένα μαζί μου. Ένα μήνα εξαφανίζομαι, ένα μήνα κλαίγομαι. Ένα μήνα τους γράφω, ένα μήνα τρέχω για παρηγοριά. Μερικοί τα έχουν όντως χάσει μαζί μου γιατί δεν προλαβαίνουν να ενημερωθούν για όλες μου τις κατακτήσεις και μπερδεύουν πλέον ονόματα και πρόσωπα. Τώρα είμαι στον μήνα που τους γράφω αν και δεν τους το έχω πει ακόμα για να μην το γρουσουζέψω. Μου κάνει εντύπωση που είναι ακόμα φίλοι μου. Πρέπει να με αγαπάνε πάρα μα πάρα πολύ. Αυτοί και οι Λονδρέζοι.

Να μην μιλήσουμε για hobby στον ελεύθερο χρόνο. Δύο έχω αλλά μόνο τους μονούς μήνες του χρόνου διότι τους ζυγούς καψουρεύομαι. Κολύμβηση και ιππασία. Ξέρω, ξέρω, είμαι ψώνιο. Τα γαλλικά και το πιάνο μου λείπουνε. Αλλά μέχρι και ο δάσκαλος της ιππασίας με πήρε χαμπάρι και μου λέει “Χυλόπιτα; Χυλόπιτα; Έδωσες ή έφαγες;” Τι να του πω; Εν τω μεταξύ το άλογο με κοιτάει πλέον με μισό μάτι. Το έχω τρελάνει στα καρότα και στα μήλα διότι έτσι να κάνει θα βρεθώ φαρδύς πλατύς στις λάσπες.

Και επιστρέφω για άλλη μια φορά στο θέμα μας διότι αρκετά σας κούρασα με τα υπαρξιακά μου. Δεν θα αναφερθώ καν στις αϋπνίες και στις καρδιακές αρρυθμίες διότι δεν θα τελειώσω ποτέ! Έτσι όντως είναι; Έτσι είναι ο έρωτας; Τόσο μυαλό μας έδωσε ο θεός, γιατί το χαράμισε; Μπορεί κάποιος να μου πει που πάει η λογική όταν πατάμε μπανανόφλουδα; Περίπατο; Η όρεξη; Σουβλάκι δεν μπορώ να αποτελειώσω πλέον. Ήμαρτον. Δεν μιλάμε για τζατζίκι. Το έχω βγάλει από το λεξιλόγιο μου. Όχι εξηγήστε μου; Πόσους μήνες διαρκεί αυτό το χάος; Όχι να ξέρω διότι έτσι και πλακώσει η Άνοιξη ο Θεός βοηθός. Ξέρω ξέρω ... έτσι όπως πάω το καλοκαίρι θα με βρει κορμάρα!

Τρίτη, Μαρτίου 07, 2006

Χτύποι Καρδιάς

Αθήνα, 8 Φεβρουαρίου, 2006

00:45
Σαν κομμάτια παζλ ταιριάξαμε. Λες και τα σώματά μας φτιάχτηκαν το ένα για το άλλο ... από ταιριαστά καλούπια. Το ένα χέρι στα μαλλιά, το άλλο στη καρδιά. Χάνομαι μέσα στους χτύπους της και μαγεύομαι. Δεν χτυπάει με σταθερό ρυθμό. Πότε αργά, πότε γοργά.

2:15
Μόνο στο στόμα σε έχω φιλήσει και είναι περασμένες δύο. Που πήγε ο χρόνος. Δύο ολόκληρες ώρες και ακόμα δεν σε χόρτασα. Μόνο στο στόμα πρόλαβα να σε φιλήσω ...

3:20
Τι έγινε; Αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά σου. Τι αναποδιά! Σήμερα βρήκα να είμαι κουρασμένος; Σήμερα που σε γνώρισα; Αυτά τα μάτια σου ... τι χρώμα είναι; Μπλε δεν είναι. Πράσινα μπορεί. Υπάρχει όνομα γι’ αυτό το χρώμα; Κάτι σαν το μέλι στο ψωμί ένα ανοιξιάτικο πρωινό, τα νερά του Ιονίου ένα μεσημέρι του καλοκαιριού, το φύλλο της ελιάς στην δύση του Σεπτέμβρη...

4:00
Θα το σπάσω αυτό το ρολόι. Δεν θα βρει το ξημέρωμα. Τρέχει απόψε. Μία στιγμή σε φίλησα με κλειστά μάτια και πέρασε μισή ώρα. Έχουμε τρεις ώρες ακόμα και μόνο μέχρι τον λαιμό σου έχω φτάσει. Πόσο τρυφερός είναι ... πόσο μου αρέσει το χάδι στα μαλλιά ... πόσο μου λείπει το χάδι στην ζωή μου.

5:10
Σου έχουν πει πόσο γλυκά κοιμάσαι; Σου έχουνε πει πως ακόμα και με μάτια κλειστά λάμπεις; Βρίσκω ευκαιρία και χαϊδεύω μαλλιά ... μέτωπο ... μύτη ... χείλη ... Πέντε ώρες και δεν πρόλαβα τίποτα να κάνω μαζί σου. Οι ώρες γίνανε λεπτά. Τα λεπτά ... δευτερόλεπτα. Τα δευτερόλεπτα σβήσανε ... τουλάχιστον για απόψε.

5:30
Πάλι με πήρε ύπνος για μια στιγμή. Πάλι έχασα τον χρόνο μέσα στην αγκαλιά σου. Τον ακούς; Τον ακούς; Τον χτύπο! Τον ακούς; Τον χτύπο της καρδιάς; Δεν ξέρω αν είναι δικός μου ή δικός σου. Ακούω έναν δυνατό. Νοιώθω έναν.

6:25
Μόνο 35 λεπτά ακόμα αγκαλιά. Δεν είναι δυνατόν. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Φοβάμαι να κλείσω τα μάτια μήπως τον χρόνο ξανά χάσω... 35 μόνο λεπτά και μετά ... το ξυπνητήρι. 35 μόνο λεπτά ... φτάνουν δεν φτάνουν για 35 φιλιά.

6:57
Τι έγινε! Πάλι με πήρε ύπνος; Τρία μόνο λεπτά μείνανε. Γιατί έβαλες ξυπνητήρι; Πρώτη φορά θέλω να παγώσω τον χρόνο τόσο πολύ και έτσι αγκαλιασμένοι που ήμαστε δεν μπορώ.

6: 59
Το δωμάτιο ροδίζει από τις πρώτες ακτίνες. Στο πρόσωπο σου διακρίνω πλέον χαμόγελο. Σαν και αυτό που πρέπει να έχω και εγώ. Σιγά σιγά συνέρχεσαι από τον λήθαργο. Θέλω να μάθω αν είδες όνειρα αλλά το χαμόγελό σου λέει πολλά. Έχει μείνει μόνο ένα λεπτό. Προλαβαίνουμε για ένα τελευταίο φιλί πριν η καθημερινότητα διαλύσει τα πάντα. Μόνο ένα λεπτό για να σιγουρευτώ ότι δεν είσαι όνειρο. Φοβάμαι αν είσαι όνειρο θα γίνεις εφιάλτης. Αν είσαι όνειρο θα χάσω την γη κάτω από τα πόδια μου και άντε να την ξαναβρώ. Αν είσαι όνειρο ...

7:00
Ο χρόνος πάγωσε. Το ξυπνητήρι χτυπάει ενώ εσύ με φιλάς. Η στιγμή που δεν τελείωσε ποτέ. Η στιγμή που ανακάλυψα πως δεν ονειρεύομαι. Μία στιγμή που ακόμα και τώρα ζω. Μία στιγμή που ακόμα τώρα γεύομαι στα χείλη.

7:10
Νερό ζεστό σαν την αγκαλιά σου ... αφρός απαλός σαν το δέρμα σου. Σβήνω μία μία τις σκέψεις για δουλειά και δημιουργώ καινούργιες σκέψεις. Σκέψεις γεμάτες χαρά. Σκέψεις γεμάτες γλύκα. Και καθώς οι σταγόνες με αγκαλιάζουν, εγώ χαμογελώ ... χαμογελώ και σιγομουρμουρίζω μελωδία ξεχασμένη. Δεν θυμάμαι που την πρωτοάκουσα αλλά χαμογελώ. Αυτό τα λέει όλα.

11:20
Κρυώνω. Όσα ρούχα και αν φόρεσα δεν φτάνουν. Τίποτα δεν συγκρίνεται με την ζεστή σου αγκαλιά. Τίποτα δεν συγκρίνεται με το χάδι σου. Μου έρχεται να τα παρατήσω και να έρθω να σε βρω. Χαμογελώ ... χαμογελώ και σιγοτραγουδώ! Η μελωδία έγινε τραγούδι. Τραγούδι χαραγμένο στην μνήμη που μόνο όταν ακουμπάω σύννεφα την φέρνω κατά νου. “... Gli occhi tuoi belli brillano ...*” Εκείνο το χάδι που ξεκινούσε από το λαιμό και έτρεχε στην πλάτη μου ... μη νομίζεις ότι δεν το κατάλαβα. Μπορεί η κούραση να είχε νικήσει αλλά ένιωθα κάθε σου άγγιγμα ... κάθε σου χάδι ... κάθε σου ανάσα ... fiamme di sogno scintillano ...**” ... κάθε σου χτύπο.

 * Τα όμορφά σου μάτια λάμπουν
** Όνειρο σπιθυροβόλο

Parlami d'amore
by Beniamino Gigli
Parlami d'amore
Μίλα μου για αγάπη
 tutta la mia vita sei tu
Εί
σαι όλη μου η ζωή
 Gli occhi tuoi belli brillano
Τα όμορφά σου μάτια λάμπουν
fiamme di sogno scintillano
Όνειρο σπιθυροβόλο
Dimmi che illusione non è,
Πες μου ότι δεν είναι φαντασίωση,
dimmi che sei tutta per me
Πες μου ότι ανήκεις σε μένα
Qui sul tuo cuor non soffro più,
Στην καρδιά σου δεν υποφέρω πια,
parlami d'amore...!
μίλα μου για αγάπη...!