Ένα είναι πάντως σίγουρο. Ότι “θα χεστώ στο τάλιρο”!!! Τουλάχιστον έτσι μου μαρτύρησαν τα χαρτιά εκείνη την ζεστή ημέρα του Αυγούστου ... ή για την ακρίβεια ο Γιάννης. Οι δουλείες θα πάνε περίφημα. Δεν έχω τίποτα να φοβηθώ να μου λέει και να μου ξανάλεει.
Τώρα βέβαια που έχει περάσει κάνας μήνας και βλέπω τα πράγματα με λίγο περισσότερη ψυχραιμία μπορώ να πω ότι δεν είχε και άδικο. Για να ξεχάσω ότι συνέβη το καλοκαίρι, έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Όλο τον Σεπτέμβρη, ξύπναγα κατά της οχτώ, έπιανα δουλειά κατά τις εννιά και γύρναγα σπίτι κουρέλι απ’ την κούραση κατά της έντεκα - δώδεκα το βράδυ. Πως να μην πάει καλά η δουλειά; Απομακρύνθηκα από τους φίλους μου λιγάκι και άφησα τον εαυτό μου να χαθεί μέσα στα bites του υπολογιστή μου. Και όλα αυτά για να βρω λίγο από τον χαμένο μου εαυτό ... λίγο από την χαμένη μου λογική και ίσως λίγο ηρεμία στην ψυχή μου.
Ο Γιάννης έλεγε και ξανάλεγε ... “θα τα πας περίφημα με την δουλειά. Το λένε ξεκάθαρα τα χαρτιά. Βλέπεις τον Έρμή; Βλέπεις τον Κρόνο;” Και μου έδειχνε τα πολύχρωμα σύμβολα στα ξεφτισμένα, από την πολύ χρήση, χαρτιά. “Όλα θα πάνε καλά. Βλέπω πολλά λεφτά!” Τον άκουγα και εγώ για κανένα τέταρτο και δεν έλεγα τίποτα, μέχρι που κάποια στιγμή σηκώνω το βλέμμα μου από τα χαρτιά και του λέω “Ξέρεις κάτι ... και ελπίζω να μην με παρεξηγήσεις αλλά δεν με ενδιαφέρουν τα χρήματα ...” Και ίσως το βλέμμα να με πρόδωσε, ίσως ο αναστεναγμός αλλά αμέσως κατάλαβε τι με πονούσε και με μια κίνησε μάζεψε όλα τα χαρτιά και άρχισε να ανακατεύει για άλλη μια φορά το μέλλον.
Και είναι ενδιαφέρον πως ένας μάντης βλέπει μόνο προς το μέλλον και ποτέ προς το παρελθόν. Ίσως γιατί σε τετελεσμένα γεγονότα δεν μπορούν να είναι διπλωμάτες. Αλλά ο Γιάννης, όσο τον θυμάμαι από το πανεπιστήμιο, είχε πάντα μια νοοτροπία που ζήλευα. Ποτέ δεν κοιτούσε τους βαθμούς που είχε πάρει, αλλά τους βαθμούς που μπορούσε να πάρει. Τι και αν σήμερα έβρεχε. Αύριο θα είχε ήλιο. Βέβαια, στο Λονδίνο ζούσαμε, και έβρεχε κάθε μέρα, αλλά πάντα κοιτούσε μπροστά και ποτέ πίσω. Και πάντα με μία απίστευτη αισιοδοξία.
Και αρχίζει να μου ρίχνει πάλι τα χαρτιά και στο κέντρο αυτή τη φορά να βρίσκεται η Αφροδίτη. Και ενώ έπιασα τον εαυτό μου να κρέμεται από τα χείλη του και να περιμένω να μου πει αυτό που ήθελα να ακούσω, ρίχνοντας μου μια πονηρή ματιά γυρνάει και μου λέει με την αισιοδοξία που πάντα τον διακατείχε ... “Βλέπω να ερωτεύεσαι και πολύ σύντομα. Βλέπω απίστευτα σφοδρό έρωτα πολύ κοντά ... να σου έρχεται από την θάλασσα. Τρελός έρωτας ... ”
Εγώ είχα μείνει άφωνος και μα το θεό, νομίζω ότι είχα και το στόμα μου ανοιχτό εκείνη τη στιγμή. Περίμενα να μου πει για τον πρώην έρωτα μου ... για την πονεμένη μου καρδιά, για το πως θα καταλήξει η ιστορία αυτή που δε λέει να τελειώσει ... και αυτός μου έλεγε για καινούργιους έρωτες! Από την θάλασσα! Όσο ο Γιάννης έβλεπε το ποτήρι γεμάτο, τόσο το έβλεπα άδειο εγώ. Μόνο καινούργιους έρωτες δεν ήθελα αλλά ο Γιάννης επέμενε. “Τρελός έρωτας ... από την θάλασσα ... εδώ το λένε ξεκάθαρα τα χαρτιά” και με τον δείκτη του χεριού του να μου δείχνει μία την Αφροδίτη μία την θάλασσα.
Δεν νομίζω να είπα και πολλά εκείνη την στιγμή και άφησα τον Γιάννη να συνεχίζει να ρίχνει τα χαρτιά και να μου λέει πως θα ερωτευτώ ξανά και ξανά ... και ξανά ... Και τα τραπουλόχαρτα στα χέρια του κοντεύανε να τελειώσουν και το τραπέζι στο καφέ που βρισκόμασταν είχε γεμίσει σύμβολα και χρώματα. Πλέον είχαμε τραβήξει ακόμα και την περιέργεια των περαστικών που μας ρίχνανε κανένα βλέμμα στα κλεφτά. Ο δε μπάρμαν όλο και μας στριφογύριζε προσπαθώντας να καταλάβει τι κάναμε.
Λίγο θύμιζε τα φοιτητικά μας χρόνια και ένοιωθα μια γλυκιά νοσταλγία, παρόλο που ποτέ δεν είχε ρίξει σε μένα προσωπικά τα χαρτιά. Κοιτούσα τα σύμβολα στα χαρτιά και άλλα τα αναγνώριζα, και άλλα όχι. Αλλά όπως κάθε τράπουλα χαρτομαντείας, έτσι και αυτή εδώ η τράπουλα, είχε και ένα χαρτί που δύσκολα ξεχνάς. Και ένας σωστός μάντης δεν θα σταματούσε ποτέ πριν ακουμπήσει στο τραπέζι το δρεπάνι του χάρου. Και τ΄ ακούμπησε ... εκεί δίπλα στο χαρτί του πατέρα μου ... και το είδα ... και δεν είπα τίποτα.
“Είναι καλά ο πατέρα σου;” με ρώτησε ο Γιάννης. Και μέσα σε ένα κλάσμα δευτερολέπτου, όλες εκείνες οι εικόνες τα τελευταία δύο χρόνια από τα νοσοκομεία περάσανε από το μυαλό μου. Και ακόμα χειρότερα, εκείνο το πρωινό, παραμονές δεκαπενταύγουστου, έτρεχα στο νοσοκομείο με τον πατέρα μου να προλάβουμε τους γιατρούς πριν φύγουν διακοπές. Βλέπεις, ο πατέρας μου, πριν από δύο μήνες, αποφάσισε να σταματήσει να παίρνει τα φάρμακά του γιατί θεώρησε ότι δεν τα χρειαζόταν. Αισθανόταν περίφημα μετά από την απίστευτη περιπέτεια της υγείας του, και μιας και εγώ είχα πάψει να τον ελέγχω κάθε μέρα μετά από δύο χρόνια θεραπείας, τα είχε θεωρήσει περιττά. Και σήμερα που σηκώθηκε και ήταν άσπρος σαν το πανί μόνο τότε μου το είπε.
Δεν χρειάστηκε να πω πολλά στον Γιάννη για το πόσο είχαν στραβώσει τα πράγματα. Ένα μόνο πράγμα μου είπε “Πρόσεχέ τον” και με μια κίνηση μάζεψε όλα τα χαρτιά από το τραπέζι και τα έκρυψε στην τσάντα του. “Δεν θα σου πω τίποτα άλλο παρά μόνο πρόσεχέ τον.” Πρέπει πάντως να είχα χλομιάσει εκείνη την στιγμή και για λίγο επικράτησε σιγή στο τραπέζι.
Αλλάξαμε θέμα και σε λίγο η ατμόσφαιρα αλάφρωσε αλλά εμένα το μυαλό μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από αυτό το τελευταίο. Τώρα θα μου πείτε ... κάπου πρέπει να πέσει και αυτό το χαρτί ... σωστά; Κάπου και ο Γιάννης με την δουλειά αυτή, λίγο θεατρινισμό να τον έχει αποκτήσει. Σωστά;
Φεύγοντας από το καφέ, καθώς ανταλλάσσαμε κινητά τηλέφωνα, γυρνάει και μου λέει ο Γιάννης, “Ανδρέα ... τα χαρτιά δεν προβλέπουν τον μέλλον. Απλά σου λένε τι μπορεί να συμβεί αν δεν κάνεις τίποτα για να αλλάξεις τις καταστάσεις στον παρόν. Αν προσέξεις τον πατέρα σου όλα θα πάνε καλά. Αν δεν θες εσύ να ερωτευτείς, δεν πρόκειται να συμβεί. Εμείς δημιουργούμε το μέλλον μας. Κανένας άλλος.”
Εκείνο το βράδυ γύρισα σπίτι αργά και ξεθεωμένος. Ξάπλωσα προσπαθώντας όπως πάντα να ξεχάσω, αλλά πλέον οι σκέψεις είχαν γίνει πολλές και βασανιστικές. Και έτσι ξαπλωμένος ανάσκελα, έκλεισα τα μάτια μου και άφησα το μυαλό μου να ταξιδέψει. Όσο και να προσπάθησα πάντως, εκείνο το βράδυ δεν κατάφερα να κοιμηθώ.
συνεχίζεται . . .