Και είναι στιγμές σαν και αυτές που αναζητάς το άγγιγμα ενός αγγέλου. Στιγμές σαν και αυτές που θέλεις να νοιώσεις την ηρεμία της ψυχή σου. Να επιστρέψεις στη αγνότητα που κάποτε είχανε τα παιδικά σου χρόνια. Να σβήσεις κάθε σου σκέψη ... κάθε σου πρόβλημα ... κάθε σου έγνοια ...
Και υπάρχουνε αυτοί οι άγγελοι παντού και τριγύρω μας. Υπάρχουνε, μόνο που είναι μικροί, μα πάρα πολύ μικροί. Για την ακρίβεια τρεισήμισι χρονών ο δικός μου, σχεδόν στα τέσσερα, και απαντάει στο όνομα Βέρα. Ξανθιά με γαλανά μάτια που όταν βρίσκομαι μαζί της, το κυριότερο πρόβλημά μου ίσως και να είναι πώς θα κόψω από το χαρτί την πριγκίπισσα που μόλις ζωγλάφισε. Πώς θα πιω το ζεστό αόρατο τσάι από εκείνα τα μικροσκοπικά φλιτζανάκια. Πως θα χορέψω μαζί της βαλς χωρίς να πατήσω εκείνα τα εύθραυστα της ποδαράκια!
Ακόμα θυμάμαι εκείνη την στιγμή που μου την ακουμπήσανε σε μία ολόλευκη πετσέτα. Θαρρώ πως όλη η εκκλησία έλαμπε. Μία απόλυτη σιωπή από όλο τον κόσμο όταν διάβαζα το “Πιστεύω”. Και εγώ, με κομμένη την ανάσα, να απλώνω την αγκαλιά μου. Εκείνο το βλέμμα του παπά όταν την έβγαζε από την κολυμπήθρα. Εκείνες οι σταγόνες νερού και λαδιού στο κορμάκι της που λάμπανε. Εκείνο το φως που μας έλουζε. Ένα μυστήριο τόσο δυνατό να ενώνει δύο ψυχές για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Όταν πλέον βγήκαμε έξω, στο προαύλιο του μοναστηριού, όπου το καλοκαιρινό αεράκι με ξύπνησε από τον λήθαργο και όλοι μου φωνάζανε “άξιος ... άξιος”, τότε μόνο κατάλαβα πως η ζωή μου πλέον θα ήταν λίγο διαφορετική. Θα είχε λίγο παραπάνω νόημα. Έτσι απλά είχε μπει ένας άγγελος στη ζωή μου και ας γίνεται διαβολάκι που και πού.
Θυμάμαι που ήρθε και με βρήκε σε εκείνο το προαύλιο, ο συχωρεμένος παππούς Βαγγέλης, και μου είπε ... “Πως σου φαίνεται να σ’ αγαπάει αυτό το μικρό πλάσμα χωρίς περιορισμούς και κανόνες; Απλά να σ’ αγαπάει;” Δεν του απάντησα, ήμουνα σαστισμένος ... το μόνο που έκανα ήταν να του χαμογελάσω. “Απλά να σ’ αγαπάει” σκέφτηκα ... για δες!
Και τώρα που εγώ είχα τραπεί σε φυγή, τώρα που εγώ παράτησα τα πάντα για τρεις ημέρες ηρεμίας και γαλήνης, κρατούσα εισιτήριο για να πάω να βρω τον άγγελό μου, ξέροντας πολύ καλά, πως όταν αύριο βγούμε βόλτα στο περιβόλι να μαζέψουμε τα πρώτα σύκα του καλοκαιριού, όταν θα σκαρφαλώσουμε στα βράχια να μαζέψουμε πεταλίδες και καβούρια, όταν θα την σπρώχνω πάνω στο ολοκαίνουργιο ροζ ποδηλατάκι της, θα νοιώσω και εγώ λίγο από εκείνη την παιδική αθωότητα που τόσο πολύ την έχω ανάγκη αυτό τον καιρό.