Αφιερωμένο με πολύ αγάπη σε δύο ψυχές
που μόλις η ζωή αποφάσισε απρόσμενα να τις απομακρύνει,
για μια στιγμή, μα για μία και μόνο μία στιγμή
κατέρρευσε ο κόσμος τους.
Δεν θυμάμαι και πολλά από εκείνη τη φθινοπωρινή μέρα. Θυμάμαι ότι με τα βίας είχα βρει την δύναμη να σηκωθώ από το κρεβάτι. Αυτό το θυμάμαι, αλλά όλα τα άλλα είναι θολά στην μνήμη μου.
Θυμάμαι που πήγα στην κουζίνα να πιω καφέ. Ήμουνα αμίλητος και παγερός. Έβαζα καφέ στο φλιτζάνι όταν με ρώτησε κάτι ο πατέρας μου. Ούτε που θυμάμαι τι ήτανε, ούτε που θυμάμαι τι απάντησα. Το μόνο που θυμάμαι ήταν τον πατέρα μου να μου φωνάζει. Τον κοιτούσα χαμένος. Μα τι έγινε μόλις τώρα; Τι είπα; Εγώ προσπαθώ να πιω καφέ, να διαβάσω εφημερίδα και να κλειστώ στον σιωπηλό μου κόσμο. Τι θέλει τώρα ο πατέρας μου. Στην κουβέντα μπαίνει και η μητέρα μου και ο καυγάς όλο και μεγαλώνει. Εγώ παρακολουθώ αμέτοχος, σιωπηλός, βουβός και αναρωτιέμαι τι γίνεται τριγύρω μου. Κάποια στιγμή λυγίζω. Δεν αντέχω. Ένα κρακ ακούγεται. Για μια στιγμή νόμισα ότι ήμουνα εγώ. Νόμισα ότι δεν άντεξα και έσπασα. Κοιτάω τριγύρω μου και το φλιτζάνι είχε γίνει όπως και η καρδιά μου, χίλια κομμάτια. Κοιτούσα τον μαύρο καφέ στα πλακάκια της κουζίνας και ήτανε σαν να έβλεπα το ίδιο μου το αίμα. Δεν θυμάμαι πολλά ακόμα. Θυμάμαι που φώναζα “Τι θέλετε από εμένα; Τι θέλετε από εμένα; Αφήστε με ήσυχο ...” Θυμάμαι να τρέχω στο δωμάτιό μου να κλείνω με δύναμη την πόρτα και να σπαράζω σε λυγμούς.
Κατά το μεσημέρι κατάφερα και πήγα στην δουλειά. Είχαν πλέον στεγνώσει τα δάκριά μου. Νομίζω ότι είχαν στεγνώσει και τα συναισθήματα μου για εκείνη την ημέρα. Ήμουνα για άλλη μια φορά άχρωμος και αγέλαστος. Για άλλη μια φορά μουρμούρισα καλημέρα. Έρχεται η γραμματέας μου στο γραφείο και αρχίζει τα παράπονα. Ούτε πάλι θυμάμαι λεπτομέρειες. Κάτι ότι δεν της άρεσε ή δουλειά, κάτι ότι δεν αναγνώριζα την συνεισφορά της στην εταιρία. Δεν έβγαζε νόημα. Την κοιτούσα με ένα αχανές βλέμμα. Λες και δεν υπήρχε μπροστά μου. Με μια φωνή παγωμένη της λεω “Αυτή είναι η δουλειά που μπορώ να σου προσφέρω. Αν δεν σου αρέσει μπορείς να παραιτηθείς.” Και έτσι απλά παραιτήθηκε. Το δεξί μου χέρι για τα τελευταία δύο χρόνια με παράτησε. Δηλαδή τι ήθελε από εμένα; Και τις αυξήσεις της έκανα και τα bonus της έπαιρνε. Τι παραπάνω ήθελε; Να την αγκαλιάζω κάθε φορά που τελειώνει ένα project και να της λεω πόσο καλή δουλειά κάνει; Τι άλλο να κάνω;
Ο κόσμος μου καταρρέει και με πλακώνει, και εγώ κάθομαι βουβός και άπρακτος να παρακολουθώ σαν θεατής την τρέλα γύρω μου. Λες και το σύμπαν συνωμότησε εναντίων μου σήμερα για να δει ποια είναι τα όριά μου. Και νομίζω ότι τα κατάφερε. Τα έφτασα ... τα όριά μου ... τα έφτασα.
Τρία τετράγωνα ποιο κάτω υπάρχει ένα ταξιδιωτικό γραφείο. Δεν θυμάμαι πως βρέθηκα εκεί. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι το πρόσωπό μου είχε μουδιάσει γιατί εδώ και ώρες δεν είχε κουνηθεί ούτε ένας μυς. “Επόμενη πτήση για Βοστόνη παρακαλώ” και βγάζω την πιστωτική μου κάρτα. Δεν νομίζω να είπα τίποτα άλλο. Απλός έγνεφα ναι ή όχι στις ερωτήσεις του πράκτορα και στο τέλος υπέγραψα χωρίς καν να κοιτάξω.
Είχε πλέον βραδιάσει και ζήτημα ήταν να είχα πει δυο τρεις κουβέντες όλη μέρα. Πάω σπίτι μου και ανακοινώνω στους γονείς μου ότι φεύγω σε 6 ώρες για Βοστόνη. Δεν θυμάμαι τι είπαν. Ποιο πιθανό να μην είπαν τίποτα. Απλά κατάλαβαν ότι έφτασα στα όριά μου. Μάλλον θα αναρωτήθηκαν πως και άντεξα τόσο πολύ.
Πακετάρισα σε χρόνο ρεκόρ, ξεσκόνισα το διαβατήριό μου και ήμουνα έτοιμος. Απλά περίμενα να περάσει η ώρα να παει τέσσερις το πρωί για να φύγω για το αεροδρόμιο. Μπαίνω μέσα στο Internet και στέλνω ένα e-mail στην φίλη μου την Barrie.
“I am coming home ... tomorrow.”
Το επόμενο πρωινό με βρήκε να ατενίζω την ανατολή του ηλίου καθώς το αεροπλάνο έπαιρνε ύψος. Πολύ σπάνια βλέπω την ανατολή. Είναι τόσο όμορφη, μα τόσο όμορφη. Είναι το ίδιο μαγευτική με την δύση μόνο που αντί για μελαγχολία και ρομαντισμό σου δημιουργεί αισθήματα αναγέννησης και ελπίδας. Μόνο που εγώ αυτή την φορά δεν μπορούσα να τα νοιώσω. Τα χρώματα του ουρανού μου φάνηκαν ξεθωριασμένα, άψυχα, γκρίζα ... σαν την ψυχή μου.
Το μόνο που θυμάμαι από την πτήση ήταν τα δάκριά μου. Έκλαιγα απαρηγόρητα σαν μωρό παιδί. Σκεφτόμουνα την στιγμή που θα αντίκριζα την Barrie. Ταξίδευα πέντε χιλιάδες μίλια μόνο και μόνο για να βρω παρηγοριά στην αγκαλιά της καλύτερή μου φίλης. Χρειαζόμουνα κάποιον να με σηκώσει από εκεί που είχα πέσει. Κάποιον να με βοηθήσει να περπατήσω ξανά, κάποιον να με στηρίξει. Είχαμε να βρεθούμε ένα χρόνο και είχαν αλλάξει τόσα πολλά στην ζωή μου. Σκεφτόμουνα πως θα της έλεγα για την θρυμματισμένη καρδιά μου και έκλαιγα ακόμα πιο πολύ. Σκεφτόμουνα πως θα δικαιολογούσα αυτό το ξαφνικό ταξίδι και δεν μπορούσα να βρω τον τρόπο.
Ούτε που κατάλαβα για πότε έφτασα στη Βοστόνη, μα με το που προσγειώθηκε το αεροπλάνο το πιο περίεργο συναίσθημα πέρασε από το μυαλό μου. Για πρώτη φορά από τον Ιανουάριο του 1991 δεν είχα φοβηθεί το αεροπλάνο. Ήταν στο τελευταίο ταξίδι ως φοιτητής στο Λονδίνο που καθώς προσγειωνόμασταν στο Heathrow, το ένα φτερό, αυτό που έβλεπα από το παράθυρό μου, ξύρισε όλα τα χόρτα και τους θάμνους γύρω από τον αεροδιάδρομο μέχρι που διαλύθηκε σε κομμάτια και πήρε φωτιά. Έκτοτε, πάντα φοβόμουνα να μπω μέσα σε αεροπλάνο αλλά η αγάπη μου για τα ταξίδια ήταν μεγαλύτερη από τον φόβο μου. Για πρώτη φορά δεν είχε περάσει καθόλου η σκέψη αυτή. Προσγειωθήκαμε και δεν κατάλαβα ότι δεν ήμασταν στον αέρα πλέον. Είχα ένα συναίσθημα αδιαφορίας. Σαν να μην με ενδιέφερε καθόλου η ζωή μου. Δηλαδή αν πέθαινα δεν θα μ’ ένοιαζε; Τι έγινε; Χάθηκέ τελείως το πάθος μου για τη ζωή; Χάθηκε το καλύτερο κομμάτι της ψυχής μου;
Στον έλεγχο διαβατηρίων πρέπει είχα το πιο ταλαιπωρημένο πρόσωπο από όλους τους επιβάτες. Πρέπει να είχα κατακόκκινα μάτια και παρόλο που κοιμόμουνα σχεδόν σ όλη την διαδρομή νύσταζα πάρα μα πάρα πολύ. Δίνω το διαβατήριό μου, και εκεί που ανάμενα την συνηθισμένη ανάκριση από τους στρατιωτικούς του Immigration άκουσα την πιο γλυκιά φράση “Welcome home!” Και για μια μικρή μα πάρα πολύ μικρή στιγμή χαμογέλασα. Τι γλυκό συναίσθημα. “Home”. Ζεστό και τρυφερό.
Νοικιάζω ένα αμάξι και αρχίζω να οδηγώ στο Mass Pike. Τριγύρω μου η Βοστόνη με τους επιβλητικούς ουρανοξύστες. Σιγά σιγά το σκηνικό να αλλάζει. Να το πανεπιστήμιό μου. Να και τα γραφεία της εταιρίας που δούλευα ... το πάρκο που πήγαινα για βόλτα με το ποδήλατο ... η λίμνη που κάναμε πατινάζ το χειμώνα. Εκατοντάδες αναμνήσεις ξεχύθηκαν. Όπου και να κοιτούσα ξεπηδούσε και από μία ιστορία χαμένη στις σκέψεις μου. Σκεφτόμουνα τι είχε γίνει στην Ελλάδα τον τελευταίο μήνα και παρόλο που όλα τα προβλήματα μου φάνταζαν τόσο μακριά, τα δάκρια δεν άργησαν να ξανάρθουν. Το μόνο που ήθελα ήταν μία αγκαλιά από την φίλη μου. Λες και με ένα μαγικό ραβδάκι θα έκανε την ψυχή μου να ηρεμήσει από τον πόνο που με βασάνιζε τόσο καιρό. Λες και θα συγκολλούσε με ένα μαγικό ξόρκι τα κομμάτια της καρδιάς μου. Είχα τόσο εμπιστοσύνη στη φιλία μας ... μόνο που έπρεπε να βρω ένα τρόπο να σταματήσω τα δάκρυα. Δεν ήθελα να με δει έτσι. Αν εξαιρέσεις τότε που ήμασταν φοιτητές και ζούσαμε μέσα στην πίεση και στο άγχος, όλες οι υπόλοιπες αναμνήσεις είναι γεμάτες γέλια και χαρά. Πως θα με έβλεπε λυπημένο και κλαμένο για πρώτη φορά; Κανείς μέχρι τώρα δεν με είχε δει να κλαιω.
Χτυπάω το κουδούνι και σκουπίζω με το μανίκι μου τα τελευταία δάκρια μου. Παίρνω δύο βαθιές αναπνοές και στήνω ένα ψεύτικο χαμόγελο. Ανοίγει την πόρτα η Barrie και με τον μοναδικό της τρόπο, που μόνο αυτή ξέρει και όσο και να προσπαθήσω δεν μπορώ να τον περιγράψω, με αγκαλιάζει. Με αγκαλιάζει όσο σφιχτά μπορούσε. Λες και προσπαθούσε να σηκώσει όλο μου το βάρος. Λες και προσπαθούσε όντως να με σηκώσει από εκεί που είχα πέσει. Και καθώς έχω τα χέρια μου γύρω από την Barrie, και την αγκαλιάζω και εγώ όσο πιο σφιχτά μπορούσα, κοιτάζω το βρεγμένο μου μανίκι από τα τελευταία μου δάκρια. Έτσι απλά, ανθρώπινα, χωρίς μαγικά κόλπα, χωρίς να μου πει τίποτα, χωρίς να αρθρώσω ούτε μια λέξη ... κοιτούσα όντως τα τελευταία μου δάκρια.
. . .
Η εβδομάδα πέρασε γρήγορα. Πιο γρήγορα απ’ ότι θα θέλαμε. Το συναίσθημα που μου έμεινε απ’ όλες εκείνες τις ημέρες ήταν μία απίστευτη γλύκα. Η Barrie ποτέ της δεν με ρώτησε τι έγινε. Απλά κατάλαβε τι είχε γίνει μόνο με μια ματιά που μου έριξε εκείνη τη στιγμή στο κατώφλι του σπιτιού της. Μάλλον έτσι είναι οι αληθινοί φίλοι. Δεν χρειάζεται να μάθουν λεπτομέρειες. Απλά καταλαβαίνουν. Απλά σε νοιώθουνε.
Την ημέρα μας την περνάγαμε μέσα στα γέλια και στην χαρά όπως πάντα. Μου έκανε όλες της χάρες. Για πρωινό στο Stephanie’s που έχει τα αγαπημένα μου αυγά benedict. Για μεσημεριανό χτύπαγα μια σούπα clam chowder, η μεγάλη μου αδυναμία. Για βραδινό πηγαίναμε στο Charlie’s για το απίστευτο grilled chicken honey mustard sandwich ή στην άλλη μεγάλη μου αδυναμία το Cheesecake Factory. Δεν αφήσαμε Starbucks για Starbucks και βιβλιοπωλείο για βιβλιοπωλείο. Μου αγόραζε δώρο ένα κάρο βιβλία. “So that you won’t forget how to speak English”, μου έλεγε αστειευόμενη, αλλά ξέρει πόσο πολύ τα λατρεύω.
Όσο και περίεργο να ήταν, παρόλο που είχαμε να βρεθούμε έναν ολόκληρο χρόνο συνεχίσαμε την κουβέντα από εκεί που την αφήσαμε. Λες και δεν είχε περάσει ούτε μία μέρα. Λες και η ζωή χτυπούσε στον ίδιο ρυθμό, αυτόν που εμείς οι δυο δημιουργούσαμε. Που και που, εκεί που καθόμασταν, με έπιανε μια μελαγχολία και δε μιλούσα. Η Barrie με αγκάλιαζε και με ρωτούσε “So, should we order dessert?” Τόσο απλό ήταν για να μου ξαναφέρει το χαμόγελο μου πίσω. Τόσο απλό ήταν για να μου υπενθυμίσει ότι πρέπει να ξαναβρώ την θέρμη για ζωή που είχα χάσει κάπου εκεί στα συντρίμμια της ψυχής μου.
Την τελευταία μέρα στο αεροδρόμιο με ρώτησε. “Do you think you can walk by yourself now?” Χαμογέλασα αλλά δεν είπα τίποτα. Δεν ήμουνα σίγουρος τι να πω. Δεν ήξερα πως θα ήταν ή επόμενη μέρα χωρίς την φίλη μου να με στηρίζει. Εκείνη την ημέρα ήμουνα λίγο σκυθρωπός. Δεν ήθελα να φύγω. Να πω την αλήθεια η ιδέα πέρασε πολλές φορές από το μυαλό μου. Τα είχα καταφέρει μια χαρά κάποτε. Είχα βρει δουλειά, είχα αποκτήσει σπίτι, ... φίλους. Τι με εμπόδιζε να άρχιζα από την αρχή; Τίποτα απολύτως. Θα μπορούσα να διαγράψω τελείως την ζωή μου στη Ελλάδα και να αρχίσω πάλι από την αρχή. Αλλά μετά σκεφτόμουνα ότι το να σβήνεις το παρελθόν με αυτόν τον τρόπο, το να φεύγεις σαν κατατρεγμένος μόνο και μόνο για να μην αντιμετωπίσεις της δυσκολίες της ζωής, δεν είναι λύση. Οι απογοητεύσεις είναι μέρος της ζωής και πρέπει να μαθαίνεις να τις αντιμετωπίζεις πρόσωπο με πρόσωπο. Δεν μπορείς να τρέχεις μακριά κάθε φορά που κάτι δεν σου αρέσει.
Η Barrie, μου διακόπτει ξανά της σκέψεις. “So, do you think it will be a nice day tomorrow?” Και έτσι όπως ήμουνα χαμένος στις σκέψεις μου, κοιτάζω την κάρτα επιβίβασης να δω αν όλα ήταν εντάξει και τρόμος με κυρίεψε. Τρόμος που έπρεπε να πετάξω με αεροπλάνο. Τρόμος για τα κενά αέρος και για το seat-belt sign να αναβοσβήνει σαν τρελό. Το στομάχι μου έγινε κόμπος. Τρόμος για ζωή, τι απίστευτο συναίσθημα. Το είχα ξεχάσει. Κρύος ιδρώτας να τρέχει και εγώ να χλομιάζω … να γίνομαι άσπρος σαν το πανί. Και έτσι όπως ο τρόμος είχε πάρει την θέση του στο πρόσωπό μου με ένα φοβερό χαμόγελο είπα “Ops, I scared of flying ... again!”
4 σχόλια:
WOW φυγή στην Βοστώνη ! Πόσο μ'αρέσει αυτή η πόλη ! Σε ποιό πανεπιστήμιο ήσουνα ;
Είναι ωραίο να έχεις μιά αγκαλιά να τρέξεις .
Αν και στην δυσκολώτερη φάση της ζωής μου βρέθηκα μόνη στο πουθενά χωρίς κανέναν . Αντέχουμε και χωρίς αυτήν ... το ξέρεις ;
Εκεί που νομίζεις ότι νέκρωσες , ότι δεν θα ξανανοιώσεις ποτέ τίποτα ... την επόμενη μέρα ...
βρέθηκα να χορεύω στους χιονισμένους δρόμους του Μανχάταν . Μιά άγρια χαρά με είχε πλυμηρίσει ... ΗΜΟΥΝ ΑΚΟΜΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ... Τι συναίσθημα !
Ψηφίζω υπέρ των φυγών όταν τις έχουμε ανάγκη !
B.U. (Boston University)
Ναι, είναι ωραίο να έχεις μια αγκαλιά να τρέξεις. Ναι, αντέχουμε και χωρίς αυτήν. Αλλά είναι όπως το χιόνι. Αν χιονίζει έξω δεν θα βγεις να παίξεις; Αν έχεις μια αγκαλιά να σε περιμένει στις πιο δύσκολες στιγμές δεν θα τρέξεις προς τα εκεί; Ή θα περιμένεις τον χρόνο να σε γιατρέψει;
ΥΓ. Το Μανχάταν είναι υπέροχο χιονισμένο. Ξέρω τι εννοείς.
Πως τα καταφερνεις βρε παλιοπαιδο και με συγκινεις παντα....ιδιως εδω μακρυα που ειμαι και μου λειπουν τοσο κατι φιλικες αγκαλιες που καταλαβαινουν τα παντα πριν καν μιλησω....ουφ!
@ Άννα: Αχ αυτή η καταραμένη ξενιτιά. Το εν τρίτο της ζωής μου ήμουνα ξενιτεμένος.
Δημοσίευση σχολίου