Κυριακή, Απριλίου 30, 2006

Photography

Ιόνιο Πέλαγος - 30 Απριλίου 2006

Ιόνιο Πέλαγος - 30 Απριλίου 2006

Ιόνιο Πέλαγος - 30 Απριλίου 2006

Νικόπολη, Πρέβεζα- 30 Απριλίου 2006

Νικόπολη, Πρέβεζα- 30 Απριλίου 2006

Νικόπολη, Πρέβεζα- 30 Απριλίου 2006

Πέμπτη, Απριλίου 27, 2006

Τι Κάιρο, τι Αλεξάνδρεια!

Αλεξάνδρεια Απρίλιος 2006

Εμείς:
Θα μπορούσαμε να έχουμε δύο θέσεις μπροστά και δύο πίσω για να καθίσουμε όλοι μαζί;
Αυτή:
Μα τι λέτε τώρα, η πτήση έχει πρόβλημα... (και το ποιηματάκι ξεκινά) Κάθε εταιρία έχει δικαίωμα να κάνει overbooking σύμφωνα με τους κανονισμούς της ΙΑΤΑ. Δεν υπάρχουν θέσεις. Αν θέλετε παίρνεται όλο το εισιτήριο αποζημίωση και πετάτε αύριο.
Εμείς:
Μα εμείς σήμερα θέλουμε να φύγουμε. Όχι αύριο.
Αυτή:
(Το ποιηματάκι ξανά) Κάθε εταιρία έχει δικαίωμα να κάνει overbooking σύμφωνα με τους κανονισμούς της ΙΑΤΑ μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα ...
Εμείς:
Ναι, αλλά εμείς σήμερα θέλουμε να πάμε, όχι αύριο.
Αυτή:
Μας σας είπα. Κάθε εταιρία έχει δικαίωμα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα ...
Εμείς:
Ναι αλλά εμείς σήμερα έχουμε προγραμματίσει τις διακοπές μας. Όχι αύριο.
Αυτή:
Κοιτάξτε. Μπορείτε οι δύο από σας να πάτε για Κάιρο και οι άλλοι δυο για Αλεξάνδρεια με πτήση που φεύγει μετά από 10 λεπτά. Άλλες θέσεις για Κάιρο δεν έχω.
Εμείς:
Μα εμείς για Κάιρο κανονίσαμε και οι τέσσερις. Όχι για Αλεξάνδρεια ...

Για την ακρίβεια η ιστορία ξεκινάει λίγο νωρίτερα στο σπίτι μου όπου είχαμε τον κλασσικό τσακωμό με τον Φίλιππο για το πόσες ώρες νωρίτερα να πάμε στο αεροδρόμιο. Μία έλεγε αυτός, δύο να γκρινιάζω εγώ. Μία αυτός, δύο εγώ. Παίρνει τηλέφωνο και η Αριάνα (μερικοί θα την θυμόσαστε και από την ιστορία με το δελφίνι στο Μεξικό) “Μία! Μία!” να φωνάζει μέσα από το ακουστικό. Τι να τους λέω για τα τρεξίματα που έχω κάνει σε αεροδρόμια, τι να τους λέω για τις αναποδιές που μου έχουν τύχει, τι να τους έχω κάνει χρυσούς έστω και για μιάμιση ώρα νωρίτερα ... ανένδοτοι αυτοί. Μία παρά πέντε τα ξημερώματα φεύγει η πτήση ... δώδεκα παρά τα μεσάνυχτα ραντεβού στο Ελ. Βενιζέλ.

Καλά το ακούσατε, δώδεκα τα μεσάνυχτα. Εμείς και η μέση ανατολή. Τι Ισραήλ, τι αραβίες, τι παλεστίνες ... όλες οι πτήσεις της Ολυμπιακής για εκεί κάτω είναι μεταμεσονύχτιες. Και οι αεροσυνοδοί ... εδάφους και αέρος ... γλυκύτατες αιθέριες υπάρξεις εν το μέσο της νυχτός! Να στάζει μέλι το χειλάκι τους. Και λεπτεπίίίίίίλεπτες! Αυτό που το βάζετε; Φτερά στον άνεμο. Με το μαλάκι τους να ανεμίζει ανέμελα, όπως τότε που τις είχε προσωπικά προσλάβει ο Ωνάσης με τα ίδια του τα χεράκια ... ο Αριστοτέλης! Λες και μέρα δεν έχει περάσει από τότε.

Και αρχίζει ένας τσακωμός στις 12 και 10 με μια βαρέλο αεροσυνοδό εδάφους, το κάτι άλλο. Και ήταν σίγουρο πως ήταν εδάφους αλλιώς θα την χρεώνανε υπέρβαρη μαζί με τις αποσκευές. Η Αριάνα να τα έχει πάρει στο κρανίο. “Εγώ! Που πετάω συνέχεια για business trips! Που ποτέ καμιά άλλη εταιρία δεν μου έχει κάνει τέτοια κατάσταση! Πως τολμάτε! Τι πάει να πει είστε overbooked!” Ο δε Φίλιππος και ο Χρήστος, που το παιδί μόλις είχε φτάσει με το τσουφ τσουφ από την συμπρωτεύουσα, τα είχανε χαμένα. Γυρνάω και λέω στην βαρέλο ... “Την τελευταία φορά που ταξίδεψα με την Ολυμπιακή ήταν το ‘88 για Λονδίνο και μου κάνατε την ίδια ακριβός ιστορία. Δεν έχει αλλάξει τίποτα από τότε;” Και η βαρέλο, και συγνώμη για τον χαρακτηρισμό αλλά δεν μου βγαίνει τίποτα άλλο, να συνεχίζει να λέει το ποιηματάκι για εικοστή φορά αλλά μία συγνώμη να μη λέει. “Σύμφωνα με την ΙΑΤΑ μπλα μπλα μπλα” Και ο καυγάς να ανάβει και εντωμεταξύ οι άλλοι επιβάτες να κάνουνε checkin στα διπλανά κισσέ χωρίς κανένα πρόβλημα και η δικιά μας, ναι η βαρέλο, να της έχει κόλληση η βελόνα και να μην λέει να σταματήσει το τροπάριο. Σημειωτέων αυτή ήταν η πρώτη ηλίθια που συναντήσαμε στο ταξίδι. Ακολουθούν και άλλοι δυο τρεις που μας κάνανε τις διακοπές αξέχαστες. Να φανταστείτε ότι ο ξεναγός ήθελε να μας πάει στο πρώτο νεκροταφείο του Καΐρου για ξενάγηση λες και ήτανε κανένα must see!

Και εκεί που τσακωνόμαστε και η ώρα έχει πάει και είκοσι, και όλη η μέση ανατολή που ήταν τριγύρω μας έχει κάνει check in, το παίρνουμε απόφαση ότι πρέπει να χωρίσουμε. Και ο τσακωμός φουντώνει διότι δεν θέλει η Ολυμπιακή να μας δώσει αποζημίωση. “Σύμφωνα με τους κανονισμούς της ΙΑΤΑ, αποζημίωση παίρνεται μόνο αν πετάξετε την άλλη μέρα” να μας λέει η βαρέλο. Και συνεχίζει ... “Με το που φτάσετε στην Αλεξάνδρεια θα πάτε στο γραφείο της Ολυμπιακής και αυτοί θα έχουν κανονίσει για ένα ταξί να σας πάει στο Κάιρο.” Προσέξτε την φράση κλειδί! Γραφείο της Ολυμπιακής!!! Σωστά; Γραφείο!

Ανένδοτοι εμείς να ζητάμε και αποζημίωση. Ανένδοτοι και η βαρέλο και κάθε τόσο και λιγάκι να παίρνει στο τηλέφωνο τον προϊστάμενο. Μέχρι που λέω την μαγική φράση “Κοιτάξτε ... εμείς δεν θέλουμε να τσακωθούμε με εσάς (μωρή κότα να μην έρθω από μέσα και σε ξεπουπουλιάσω ... σκεφτόμουνα και ήμουνα σίγουρος πως η Αριάνα ήταν έτοιμη να την ξεμαλλιάσει). Φέρτε τον προϊστάμενό σας να λύσουμε το ζήτημα μαζί του.” Σιγά μην και ο προϊστάμενος κουνιόταν από την καρέκλα του για μας. Και μα το θεό ο παρακάτω διάλογος διαδραματίζεται με απόλυτο συντονισμό!

Αριάνα: Δεν είναι τα λεφτά το θέμα. Δεν είμαστε τίποτα τσίπιδες να χρειαζόμαστε τα λεφτά σας ...
Βαρέλο
(με το ακουστικό στο χέρι): Σας δίνουμε 125 ευρώ στον καθένα σας
Ανδρέας
(η αφεντιά μου): ΘΑ ΤΑ ΠΑΡΟΥΜΕ!

Για πότε έκαναν check in ο Φίλιππος και ο Χρήστος για Κάιρο, για πότε αρπάξαμε τα λεφτά από το ταμείο στην μία άκρη του Ελ. Βενιζελ και κάναμε check in για Αλεξάνδρεια στην άλλη άκρη, για πότε βρεθήκαμε σε διαφορετικά αεροπλάνα δεν το κατάλαβα. Αλλά όταν κάθισα στη θέση μου, έβαλα τη ζώνη και πήρα μια ανάσα τότε συνειδητοποίησα τη γελοιότητα της κατάστασης και μου ερχόταν να βάλω τα γέλια. Γιατί η βραδιά απλούστατα μόλις είχε ξεκινήσει!

συνεχίζεται ...

Σάββατο, Απριλίου 22, 2006

Ω γλυκύ μου έαρ


Οι φλόγες να τρεμοπαίζουν, οι μελωδίες να πλανώνται στον αέρα, αλλά ο κόσμος να μη λέει να σωπάσει. Για την ακρίβεια ... να μη λέει να βγάλει το σκασμό του. Λες και όλοι περιμένανε τη σημερινή μέρα να συζητήσουν.

“Έφτιαξες κουλουράκια” να λέει μια κυρία. “Εγώ έβαλα μαστίχα φέτος στα τσουρέκια” να κοκορεύεται μια άλλη. Τα δε παιδιά ... έλεος ... μαζέψτε τα! “Που είναι η μαμά μου” να φωνάζει ένα ... “Που είναι ο Λαλάκης” να ουρλιάζει μια μάνα. Οι δε οικογένειά μου ακόμα χειρότερα. Ο αδελφός μου να μιλάει με τον πατέρα μου ακατάπαυστα για δουλείες. Η δε μητέρα μου γλιστράει και πέφτει. Ευτυχώς που περνάγαμε από το αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς και τρέξανε οι αστυνομικοί και βοηθήσανε να τη σηκώσουμε. Όλοι συνεννοημένοι να μου σπάσουνε τα νεύρα απόψε.

Δεν υπάρχει ωραιότερη μελωδία ... ωραιότερη ψαλμωδία από αυτήν της περιφοράς του επιταφίου και κάθε χρόνο νοιώθω μόνος να προσπαθώ να την αγγίξω ... έστω και για μια στιγμή να την αρπάξω μέσα σε ένα γενικό χαμό. Μία και μόνο μία φορά να την ακούσω όπως πρέπει. Να την νοιώσω όπως και εκείνη την πρώτη φορά που την πρόσεξα...

Πρέπει να ήμουν δεκαεφτά χρονών, και για άλλη μια φορά τα γενέθλιά μου είχανε πέσει μέσα στη μεγάλη εβδομάδα. Εκείνη τη χρονιά είχαμε μείνει Αθήνα να γιορτάσουμε το Πάσχα, μιας και η γιαγιά μου η Μαριγούλα, ήτανε άρρωστη στα τελευταία της. Τώρα θα μου πείτε στα δεκαεφτά μου άκουσα για πρώτη φορά την μελωδία “Ω γλυκύ μου έαρ”; Βλέπετε στο χωριό μου τότε, μοιραζόμασταν έναν παπά με άλλα πέντε χωριά. Θυμάμαι μια ζωή να κάνουμε ανάσταση στις τέσσερις το πρωί. Περιφορά να σας πω την αλήθεια δεν θυμάμαι γιατί την κάναμε λίγο συνοπτικά. Νομίζω μια γυροβολιά την εκκλησία κάναμε και αυτό ήταν όλο και όλο. Τρέχαμε πίσω από τον παπά.

Είχαμε μαζευτεί, λοιπόν, όλοι μας στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής ... ναι ... σε αυτήν στην Μεσογείων ... με τα αμάξια να τρέχουνε στην λεωφόρο πατημένα τα εκατό και με τα σουβλατζίδικα να ψένουν λες και ήτανε τσικνοπέμπτη. Θυμάμαι δε και τα σχόλια των δικών μου ... “Τι σοι Πάσχα θα κάνουμε εδώ στην Αθήνα”.

Και πως έγινε και ενώ αισθανόμουνα λες και ήμουνα σε πανηγύρι ... τη στιγμή που ξεπρόβαλε ο επιτάφιος στα σκαλοπάτια της εκκλησίας ... τη στιγμή που οι ψάλτες ανοίξανε το στόμα τους ... ο χρόνος πάγωσε. Η απόλυτη ηρεμία απλώθηκε σε ολόκληρη την πλατεία. Απλώθηκε όπως και το φως καθώς οι πιστοί μεταλαμπαδεύανε την φλόγα από κερί σε κερί. Απλώθηκε όπως και ο ήχος της καμπάνας που ο άνεμος την έπαιρνε και την ταξίδευε μακριά. Η πόλη σκοτείνιασε λιγάκι για να λάμψουν περισσότερο τα κεριά και τα αυτοκίνητα χαθήκανε κάπου στη λεωφόρο χωρίς να ενοχλούν κανένα.

Ο επιτάφιος να προχωράει μέσα στο πλήθος και αυτό σιωπηλά και αρμονικά να κάνει στην άκρη για να περάσει η λιτανεία. Δεν κουνηθήκαμε καθόλου από την θέση μας. Δεν μπορούσαμε έτσι και αλλιώς από τον πολύ κόσμο αλλά το πιο περίεργο από όλα ... εκατοντάδες άνθρωποι ... όσοι είχανε μείνει στην άδεια γειτονιά για το Πάσχα ... όλοι μα όλοι να ψέλνουν μία και μοναδική ζεστή μελωδία που έκανε και την πιο παγωμένη καρδιά να λιώνει. Όλοι να έχουνε συγχρονιστεί με τους ψάλτες και να ψέλνουν “Ω γλυκύ μου έαρ …”

Είχα μαγευτεί από τα κεριά και τους ψαλμούς. Αυτά τα δέκα με είκοσι λεπτά που κράτησε η περιφορά γύρω από την εκκλησία ... και εκείνα τα πέντε δάκρια του ουρανού που στάξανε στον ώμο μου. Απλά είχα μαγευτεί ...

. . .

Μία τέτοια μοναδική στιγμή έλπιζα και για φέτος που μείναμε Αθήνα. Βλέπεις μεγάλη Πέμπτη διάλεξε το τρίτο ανιψάκι μου να έρθει στο κόσμο και μας “καθήλωσε” στην πόλη ... και αυτό αγόρι μας βγήκε. Μόνο που οι γονείς μου θέλανε να τους πάω στον Άι Γιώργη στο Χαλάνδρι αυτή τη φορά, μιας και η εκκλησία προσπαθεί να μαζέψει χρήματα μπας τελειώσει την αγιογράφηση. Είκοσι χρόνια στα μπετά την θυμάμαι. Πινέλο με μπογιά έχει δεν έχει ακουμπήσει τους τοίχους!

Αλλά μαγική στιγμή δεν υπήρχε. Φασαρία πολύ υπήρχε. Κόσμος πολύς υπήρχε. Ψαλμοί ... ούτε για δείγμα. Αφήνω πίσω τους δικούς μου να μιλάνε ακατάπαυστα και πλησιάζω τη λιτανεία μπας και καταφέρω να κλέψω μία νότα ... ένα στοίχο. Αλλά μόνο το φως των κεριών υπήρχε από όλη τη μαγεία και ήτανε ζεστό για άλλη μια φορά. Μόνο αυτό να ζεσταίνει την παγωμένη μου καρδιά. Και είναι όντως παγωμένη τελευταία γιατί αρνείται να ερωτευτεί ξανά. Έχει μείνει πίσω στα παλιά και ενώ η λογική προστάζει να πάω εμπρός, η καρδιά αρνείται κατηγορηματικά. Λες και ελπίζει ακόμα ... λες και ελπίζει για ένα θαύμα που δεν πρόκειται να γίνει ποτέ.

Διότι όταν είσαι ερωτευμένος πιάνεσαι από λέξεις που το ποιο πιθανό είναι να μη σημαίνουν τίποτα. Και τις προάλλες που βγήκαμε μετά από ένα μήνα για καφέ, η καρδιά μου πιάστηκε από εκατοντάδες λέξεις. Συναντηθήκαμε για να μου δώσει το νεσεσέρ μου που είχα αφήσει πίσω μου εκείνη τη βραδιά που χάθηκα. Ετοιμαζόμουνα για ταξίδι και θεώρησα ότι ήταν η ώρα να κλείσω το κεφάλαιο αυτό μια για πάντα. Δεν ήταν το νεσεσέρ που χρειαζόμουνα, απλά ήθελα να μαζέψω ότι είχα αφήσει πίσω μου ... να μαζέψω τα ίχνη μου ... να σβήσω την παρουσία μου μια για πάντα.

Και καταλήξαμε να πίνουμε καφέ, να γελάμε και να υποκρινόμαστε ότι τίποτα το σημαντικό δεν είχε συμβεί. Αλλά η καρδιά πιανόταν από λέξεις και να χανόταν μέσα στον έρωτα. Η λογική να παλεύει να ανασάνει μέσα μου έστω και για μία στιγμή αλλά η καρδία μου να λιώνει και να πονάει. Και όταν ρώτησα αν μου έφερε και την οδοντόβουρτσα μου, τότε ήταν που ήθελα να βάλω τα κλάματα διότι η απάντηση δεν ήταν “όχι, την πέταξα” ούτε ήτανε “ναι, στην έφερα”. Ήταν η απάντηση που δεν περίμενα να ακούσω ποτέ μου και μακάρι να μην την είχα ακούσει, διότι από εκεί έχει πιαστεί η καρδιά μου και δεν θέλει να προχωρήσει ... και ακόμα ελπίζει. Βλέπεις η οδοντόβουρτσά μου βρίσκεται ακόμη στο ποτήρι δίπλα σε μια άλλη οδοντόβουρτσα λες και με περιμένει να γυρίζω κάποια μέρα. Λες και μια μέρα ... και εγώ δεν ξέρω πλέον. Τόσο πολύ χάθηκα μέσα στα λόγια, και για άλλη μια φορά δεν ξέρω πως να μεταφράσω τα σημάδια, τα νοήματα ... και ακόμα χειρότερα ... τα αγγίγματα. Για άλλη μια φορά χάθηκα.

Και μια σταγόνα κεριού, μου καιει το δάχτυλό μου και με ξυπνάει μέσα από τις σκέψεις μου. Και η μελωδία αρχίζει και ο κόσμος ψέλνει “Ω γλυκύ μου έαρ…γλυκύτατόν μου τέκνο, που έδει σου το κάλος...” Λόγια που δεν καταλαβαίνω αλλά είναι σαν χάδι στο μάγουλό μου.

Μόνο που η μελωδία δεν διαρκεί για πολύ και η φλόγα του κεριού με υπνωτίζει για άλλη μια φορά. Και χάνομαι πάλι μέσα σε σκέψεις που με βασανίζουν. Και αυτό που με βασανίζει όλη αυτή την εβδομάδα είναι το τηλεφώνημα που πρέπει να κάνω την Κυριακή του Πάσχα. Που είναι μέρα γιορτινή γεμάτη χαρά ... γεμάτη αγάπη. Μέρα που θέλεις να τη μοιραστείς με τ΄ αγαπημένα σου άτομα. Μέρα που θέλεις να πάρεις τηλέφωνο όλους όσους αγαπάς και να τους ευχηθείς χρόνια πολλά και ευτυχισμένα αλλά αυτό που θέλεις πραγματικά να πεις είναι χρόνια πολλά και ευτυχισμένα μαζί! Μαζί!

Και πρέπει να κάνω αυτό το τηλεφώνημα γιατί το υποσχέθηκα. Υποσχέθηκα να πάρω και να πω, πως πέρασα στην Αίγυπτο που απέδρασα για τέσσερις ημέρες, μιας και αυτή η χώρα για άλλη μια φορά δεν με χωρούσε πλέον. Υποσχέθηκα αυτό το τηλεφώνημα και δυστυχώς ακόμα δεν κατάφερα να κλείσω αυτό το κεφάλαιο της ζωής μου. Και αρχίζω να μην αντέχω πλέον γιατί κουράστηκα με όλα αυτά και έχω παγώσει την καρδιά μου για τα καλά. Την έχω παγώσει και αρνούμαι να ερωτευτώ ξανά. Αρνούμαι!

Και με αυτά και με άλλες σκέψεις ... φτάνει η στιγμή που ανεβαίνω τα σκαλιά, και με ένα απαλό φύσημα, σβήνω το κερί και προσκυνάω τον επιτάφιο.

__________________________________

Τις καλύτερες μου ευχές σε όλους σας για μια λαμπερή ανάσταση γεμάτη αγάπη και πολλά χαμόγελα.

ΥΓ. Να προσέχετε τις λαμπάδες σας μην κάψετε κανέναν!

Σάββατο, Απριλίου 15, 2006

Αντίο


Ένας κόμπος στο λαιμό. Δυο βουρκωμένα μάτια. Το οξυγόνο λιγοστό. Πάντα το ίδιο συναίσθημα. Κόσμος ... πολύ κόσμος! Όλοι με έναν προορισμό. Όλοι με ένα εισιτήριο στο χέρι. Άλλοι φεύγουν, άλλοι έρχονται. Άλλοι με ένα χαμόγελο, άλλοι με ένα δάκρυ. Όσο μεγάλη και να είναι η αίθουσα αναμονής, ποτέ δεν με χωράει. Και συνήθως είναι απέραντες. Τόσο απέραντες που μπορείς να χάσεις και τον εαυτό σου εκεί μέσα.

Δεν τα μπορώ τα αεροδρόμια. Απλά δεν τα μπορώ. Έχω ταξιδέψει εκατοντάδες φορές στη ζωή μου και απλά δεν τα αντέχω. Και δεν είναι το αεροδρόμιο το ίδιο ... δεν είναι το αεροπλάνο που φοβάμαι ... είναι το αντίο που πρέπει να πω. Είναι που πρέπει να αποχαιρετήσω ανθρώπους που αγαπώ. Είναι που δεν ξέρω αν θα τους ξαναδώ. Δεν ξέρω αν θα τους ξαναμιλήσω.

Θυμάμαι την πρώτη φορά που ένοιωσα έτσι. Ήταν στο Heathrow το ’92. Όλοι οι φίλοι μου είχαν μαζευτεί εκεί να με αποχαιρετήσουν. Ο Γρηγόρης, η Άννα, η Αμαλία ... Όλοι να μ’ αγαλλιάζουν και όλοι να με φιλάνε. Με είχαν γεμίσει δώρα και γράμματα για να τους θυμάμαι. Μία πέννα για να τους γράφω, ένα κουτί γλυκά, δύο jazz CD, ένα άλμπουμ με φωτογραφίες... Όλα τυλιγμένα με λαμπερές πολύχρωμές κόλες χαρτί, να μου θυμίζουν τις ευτυχισμένες μέρες στο Λονδίνο. Δεν ήθελα να φύγω. Δεν ήθελα με τίποτα να φύγω. Νόμιζα ότι με είχαν δέσει με σκοινί και με τραβάγανε.

Η Βεατρίκη δεν είχε έρθει. Δεν ήθελε να την δω να κλαίει μου είπε. Η καλύτερη μου φίλη και δεν ήρθε. Με αποχαιρέτησε με τον δικό της μοναδικό τρόπο. Ένα γράμμα που το βρήκα κρυμμένο στην βαλίτσα όταν την άνοιξα χιλιάδες μίλια μακριά. “Θεέ μου” σκέφτηκα … “δεν θα τους ξαναδώ ποτέ” ... “πώς τρέχει έτσι η ζωή;”

Θυμάμαι ξανά το 96 στη Βοστόνη. Ήταν Μάιος και μόλις είχαμε αποφοιτήσει. Ήταν ένας πολύ ωραίος Μάιος. Τότε που ο κόσμος όλος ήταν δικός μας. Τον κρατάγαμε στα χέρια μας θυμάμαι, και τον πλάθαμε όπως εμείς θέλαμε. Θυμάμαι εκείνη την αίθουσα αναμονής στο Logan σαν να ήταν χτες. Ο Liam έφευγε για San Francisco, Η Jessica για Ταϊβάν, η Νατάσσα για Γαλλία. Όλοι με ένα εισιτήριο στο χέρι και με βαλίτσες γεμάτες όνειρα και ελπίδες. Και εγώ στο αεροδρόμιο να τους αποχαιρετώ. Σκορπίσαμε σε όλο τον πλανήτη. Φύσηξε αγέρας και σκορπίσαμε παντού.

Τα χρόνια πέρασαν και οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Μέσα σε μία μέρα άλλαξε η ζωή μου ριζικά. Δεν έλεγα αντίο μόνο σε φίλους, αλλά και σ΄ ένα τρόπο ζωής. Αποχαιρετούσα την ελευθερία μου. Ασφυκτιούσα στο αεροδρόμιο. Όλοι οι φίλοι μου ήτανε εκεί για άλλη μια φορά. Η φίλη μου, η Barrie, απαρηγόρητη. Να μην πιστεύει ότι η ζωή πρέπει να αλλάξει. Και εγώ βουβός, γεμάτος με πολλά μικρά δώρα και με ένα εισιτήριο δίχως επιστροφή να τους αποχαιρετάω έναν έναν. Εκείνο το εισιτήριο ... εκείνο το εισιτήριο για να συναντήσω το πεπρωμένο μου ... αυτό που τόσο χρόνια απέφευγα.

Και το έργο επαναλήφθηκε πολλές φορές. Αντίο στην Βίκυ στο Μιλάνο. Αντίο στην Άννα στο Λουξεμβούργο. Αντίο στη Yen Yen στην Μανίλα. Αντίο ... αντίο ... αντίο. Χαμένος μέσα σε αγκαλιές και βουρκωμένα μάτια. Χαμένος μέσα σε νοήματα που προσπαθείς να αποκωδικοποιήσεις. Χαμένος μέσα σε ψίθυρους στ’ αυτί που προσπαθείς να μεταφράσεις ... λέγοντας το τελευταίο σ’ αγαπώ.

Πες μου, πως λες αντίο; Μου λες; Πως συνεχίζεις να ζεις χωρίς ανθρώπους που αγαπάς; Χωρίς την οικογένειά σου; Χωρίς τους φίλους σου; Χωρίς τον έρωτά σου; Πως; Πες μου, πως αρχίζεις τη ζωή ξανά; Πως ξαναβρίσκεις φίλους, έρωτα, αγάπη; Πως;

Μισώ τα αεροδρόμια …

Αλλά το πιο σκληρό αντίο το είπα στο αεροδρόμιο Μακεδονία, πριν από τρία χρόνια. Τότε που αποχαιρετούσα την Αμαλία για άλλη μια φορά. Την θυμάμαι πίσω από την τζαμαρία σιωπηλή με βουρκωμένα μάτια. Με θυμάμαι πίσω από την τζαμαρία να καταριέμαι το πεπρωμένο μου. Προσπάθησα τόσο πολύ να ενώσουμε τις ζωές μας ... μα τόσο πολύ. Ίσως αν προσπαθούσα λίγο ακόμα. Ίσως άλλο ένα ταξίδι. Ίσως αν κάναμε λίγο υπομονή ακόμα. Ίσως ... ίσως. Αυτά τα ίσως θυμάμαι αλλά και οι δυο ξέραμε πολύ καλά το μέλλον. Εγώ δεμένος στην Αθήνα. Εκείνη δεμένη στη Θεσσαλονίκη. Πεντακόσια τέσσερα χιλιόμετρα να μας χωρίζουν ... να με χωρίζουν από την πρώτη μου αληθινή αγάπη ... από τον πρώτο μου έρωτα.

Δεν ξαναπάτησα Θεσσαλονίκη. Η ήτα μου ήταν βαριά. Ο χρόνος μπορεί να μαλάκωσε τον πόνο, αλλά δεν άντεχα να την ξαναδώ. Μισώ τα αεροδρόμια. Τα μισώ!

. . .

Γωνία Εγνατίας και Χαλκέων. Μια μικρή πλατεία, μια μικρή εκκλησία και εγώ. Πως πέρασαν έτσι τρία χρόνια. Τίποτα δεν έχει αλλάξει αλλά και πάλι όλα έχουν. Τρία χρόνια που δούλευα όλη μέρα. Τρία χρόνια που διακοπές δεν υπήρχαν στο λεξιλόγιο μου. Δούλευα, δούλευα, δούλευα! Δημιουργούσα κάθε μέρα επιχειρήσεις. Έχτιζα όνειρα. Ακολουθούσα το πεπρωμένο μου με σκυφτό κεφάλι. Δεν το σήκωνα για να μην δω το μέλλον αλλά ούτε και το παρελθόν. Δούλευα, δούλευα, δούλευα! Δούλευα για να ξεχάσω. Και έφτασε η μέρα όπου ξέχασα. Όπου το παρελθόν είχε επιτέλους ξεθωριάσει. Και όρθωσα το ανάστημά μου. Και σήκωσα το κεφάλι μου. Και μόλις έριξα μια ματιά στον κόσμο γύρω, αυτός με πλήγωσε. Με πλήγωσε πολύ βαθιά. Και όχι μία, αλλά τρεις απανωτές φορές.

Θεέ μου, πώς άλλαξα έτσι. Πώς έχασα το χαμόγελό μου. Θέλω τόσο πολύ να το ξαναβρώ. Θέλω τόσο πολύ να μου το ξαναφέρουν...

Έκανε ψύχρα εκείνο το βράδυ. Παρόλο που η μέρα είχε μυρίσει καλοκαίρι, με την δύση όλα άλλαξαν. Δεν είχε κίνηση και είχα φτάσει στο ραντεβού νωρίτερα. Ένα τέταρτο είχα κλειστά τα μάτια. Ήθελα να τα ανοίξω με το άκουσμα της φωνής της και να αντικρίσω το γλυκό της χαμόγελο. Τρία χρόνια πολλά ξεχνάς αλλά ένα χαμόγελο ποτέ. Τρία χρόνια που ο καθένας ακολουθούσε το πεπρωμένο του. Εκείνη παντρεύτηκε. Εγώ χάθηκα. Τρία ολόκληρα χρόνια για να αντικρίσω το χαμόγελό της.

Και το αντίκρισα. Και η φωνή της ήταν γλυκιά όπως τότε. Και η αγκαλιά ήταν ζεστή όπως πάντα. Μόνο που ήταν πιο σφιχτή. Πάρα πολύ σφιχτή.

Οι ώρες περάσανε σαν αστραπή εκείνο το βράδυ. Είχαμε τόσα να πούμε, τόσα να θυμηθούμε. Καφές δίπλα στο κύμα, έκθεση φωτογραφίας, βόλτα στη παραλία. Δεν σταματήσαμε να μιλάμε ... στιγμές που μιλούσαμε ταυτόχρονα και δεν ξέραμε τι να πρωτοπούμε ... παλεύαμε να μονοπωλήσουμε τον χρόνο για να πει ο καθένας τα νέα του. Και όταν τα τηλέφωνα χτυπάγανε η αγανάκτησή μας ήταν ολοφάνερη. Μας κλέβανε τον ελάχιστο χρόνο που είχαμε στη διάθεσή μας. Τρία χρόνια συμπιεσμένα σε λιγοστές ώρες. Ό έρωτας μπορεί να σβήνει αλλά η φιλία ποτέ. Και αυτό ήταν που ήθελα πιο πολύ απ’ όλα. Μια ζεστή αγκαλιά. Μια αγκαλιά που την σκεφτόμουνα μήνες τώρα.

. . .

Ένας μήνα έχει περάσει από εκείνη τη βραδιά και λιγοστές αναμνήσεις μείνανε. Θυμάμαι πως η πόλη είχε σωπάσει εκείνο το βράδυ για να μη μας ενοχλήσει. Θυμάμαι τα φώτα που ήταν λίγο πιο λαμπερά απ’ ότι συνήθως και μπορούσα να δω το χαμόγελό της. Θυμάμαι τον αέρα που είχε κοπάσει όταν περπατούσαμε δίπλα στη θάλασσα και έκανε την αγκαλιά της πιο ζεστή. Για πρώτη φορά δεν κρύωνα ...

Δεν θυμάμαι άλλες λεπτομέρειες. Όλα ήτανε αχνά, θαμπά. Σαν ένα γλυκό όνειρο που ξυπνάς την άλλη μέρα και αναρωτιέσαι αν ήτανε αληθινό. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα που θυμάμαι. Δεν είμαι και πολύ σίγουρος για αυτό αλλά είχα την εντύπωση πως εκείνο το βράδυ χαμογελούσα. Εκείνο το βράδυ η Αμαλία μου έδωσε απλόχερα το χαμόγελό μου και όταν έφτασε η ώρα του αποχωρισμού, δεν μου το πήρε, παρά μου έδωσε και λίγο παραπάνω για να διαρκέσει μέχρι την Αθήνα. Για να αντέξω το αεροδρόμιο και ίσως μέχρι το σπίτι.

Και όταν έφτασε η ώρα του αποχωρισμού ... όταν έφτασε η ώρα να πούμε αντίο ... δεν το είπαμε ... παρά μου έδωσε ένα χάδι στο μάγουλο και ανανεώσαμε το ραντεβού μας στην Αθήνα.

Κυριακή, Απριλίου 09, 2006

Δίψα για Ζωή


Μη με ρωτήσετε πως και γιατί. Δεν μπορώ να σας εξηγήσω σε μερικές αράδες πως έφτασε η σημερινή μέρα, πως βρέθηκα μέσα σε εκείνη την αίθουσα ... μια αίθουσα γεμάτη πονεμένες ψυχές.

Βλέπεις, ήταν ξεκάθαρος ο πόνος τους από τις ρυτίδες που είχαν σχηματιστεί στα μέτωπά τους. Ήταν όμως και ξεκάθαρη και η δίψα που είχανε για ζωή. Το έβλεπες στα μάτια τους και στα χαμόγελά τους.

Δεν ακουγότανε το παραμικρό στην αίθουσα. Είχανε μαζευτεί από όλες τις γωνιές της Ελλάδας για να ακούσουν τα νέα. Να ακούσουν για την πρόοδο της επιστήμης. Να ακούσουν τον πρωτοπόρο ερευνητή γιατρό να τους μιλά για τη σκλήρυνση κατά πλάκας...

Γι’ αυτό σας λέω, μη με ρωτήσετε πως βρέθηκα σε εκείνη την αίθουσα. Δεν λέω ότι δεν είναι ενδιαφέρων το θέμα, αλλά υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι να περάσει κανείς μία ηλιόλουστη Κυριακή. Το θέμα είναι ότι βρέθηκα σε εκείνη την αίθουσα με άλλους εκατό ανθρώπους και ίσως να ήμουνα ένας από τους λίγους που δεν πονούσε κάθε κόκαλο στο σώμα του. Που έβλεπα σκαλοπάτια και δεν αναστέναζα. Που πεινούσα και δεν χρειαζότανε κάποιος να με ταίσει ... Ένα ακόμα περίεργο παιχνίδι της ζωής σκέφτηκα και βυθίστηκα ακόμα πιο πολύ μέσα στη θλίψη μου.

Και μετά από μία σχεδόν ώρα απόλυτης ησυχίας, μίας ώρας που ο ομιλητής μας είχε μαγέψει με της ιστορίες του και τα επιτεύγματα στην έρευνα, έφτασε εκείνη η ώρα που έπρεπε να απαντήσει στις απορίες αυτών των ψυχών. Χέρια πολλά σηκώθηκαν και όλα να ψάχνουν για απαντήσεις. Και η πρώτη ερώτηση, που μάλλον ήτανε και ερώτηση όλων, αφορούσε τα βλαστοκύτταρα. Πότε; Πότε θα είναι έτοιμη η θεραπεία;

Νομίζω ότι εκείνη τη στιγμή δεν κουνήθηκε ούτε ένα βλέφαρο στο ακροατήριο. Δεν έκλεισε ούτε ένα μάτι όσο και να πονούσε. Όλοι τους είχανε κρεμαστεί από το στόμα του γιατρού. Όλοι τους είχανε αποθέσει τις ελπίδες τους σε εκείνη τη μοναδική στιγμή. Και όταν τους εξήγησε πόσο πολύ δρόμο έχουνε ακόμα μπροστά τους, όταν τους είπε πως τίποτα δεν πρόκειται να βγει στα επόμενα έξι χρόνια, τα μάτια όλων δάκρυσαν. Δάκρυσαν με σταγόνες απελπισίας. Δάκρυσαν με σταγόνες πόνου. Δεν αντέχανε άλλο! Πόσο υπομονή να κάνουνε πλέον; Πόσο;

. . .

Το συνέδριο συνεχίστηκε με φαγητό, μουσική και γέλια. Πολλές αγκαλιές και πολλά φιλιά. Να ανταλλάσσουν ιστορίες μεταξύ τους και να δίνει ο ένας κουράγιο στον άλλον. Εγώ καθισμένος σε μία γωνιά, χαμένος για άλλη μια φορά στις σκέψεις μου. Κάπου ένοιωσα άσχημα για το πόσο αντικοινωνικός ήμουνα. Βλέπετε ... εγώ ήμουνα ο οικοδεσπότης. Εγώ τους είχα καλέσει. Μη ρωτάτε πως και γιατί ... αλλά μη νομίζετε ότι έχω τόσο καλή ψύχη. Μια επιχειρηματική απόφαση ήτανε σαν όλες τις άλλες. Άλλοι το αποφάσισαν, άλλοι το οργάνωσαν. Εγώ μια υπογραφή έβαλα για να παραχωρήσουμε τον χώρο. Και έτσι απλά, ντυμένος με το κουστούμι μου, είχα καθίσει βουβός σε μια γωνιά και περίμενα υπομονετικά να τελειώσει και η σημερινή μέρα.

Η ώρα είχε πάει γύρω στις τέσσερις όταν οι σερβιτόροι μαζεύανε τα τραπέζια, και εγώ ζήτημα ήτανε να είχα ανταλλάξει δυο τρεις κουβέντες όλη μέρα. Κάποια στιγμή, πρόσεξα μία κοπέλα που προσπαθούσε να αποσπάσει την προσοχή μιας σερβιτόρας. Μια κοπέλα που καθότανε και αυτή σε μια γωνιά όπως και εγώ ... χαμένη στις δικές της σκέψεις. Ήτανε δεν ήτανε τριανταπέντε χρονών μέσα στο άνθος της ηλικίας της αλλά δυστυχώς καθότανε σε αναπηρικό καροτσάκι.

Και έτσι άρχισε το παιχνίδι που σας έλεγα προηγουμένως. Από αυτά που η μοίρα τρελαίνεται να μας παίζει. Από αυτά τα μαθήματα ζωής που βλέπεις να έρχονται αλλά δεν κάνεις τίποτα για να αποφύγεις. Λες και κάποιος με έσπρωξε να πάω να της μιλήσω. Λες και κάποιος μου άνοιξε το στόμα μου για να αρχίσω να μιλάω. “Μπορώ να σας βοηθήσω;” άρθρωσα. Και έτσι απλά ξεκίνησε η ζωή να μου διδάσκει ένα καινούργιο μάθημα ... ένα ολοκαίνουργιο μάθημα.

Οι πρώτες κουβέντες της, δύσκολα καταλαβαινόντουσαν. Δεν μπορούσε να μιλήσει μιας και ήτανε σε προχωρημένο στάδιο. Ήθελε να ρωτήσει αν μπορούσε να κρατήσει μια σύνθεση λουλουδιών από αυτές που ήτανε πάνω στο τραπέζι. Βλέπεις, το όνομά της ήταν Μαργαρίτα, και οι συνθέσεις είχανε μπόλικες άγριες μαργαρίτες από το διπλανό λιβάδι. Έξι χρόνια είχε να περπατήσει. Έξι χρόνια είχε να πάει σε κάποιο λιβάδι να μαζέψει μαργαρίτες. Έξι ολόκληρα χρόνια είχε να ξαπλώσει σε έναν αγρό να μυρίσει αγριολούλουδα. Έξι ολόκληρα χρόνια ...

Μιλάγαμε για πολύ ώρα μαζί. Μου έλεγε για το πως η ζωή της έχει αλλάξει. Για το πως οι άνθρωποι που θεωρούσε φίλους, την εγκατέλειψαν. Για το πως δεν έχει έναν άνθρωπο να την βοηθήσει να κάνει τα πιο απλά πράγματα στη ζωή ... αυτά που εμείς θεωρούμε δεδομένα. Καθόμουνα και την άκουγα και δεν έλεγα πολλά. Τι να πω; Για το πόσο μελαγχολικός είμαι τον τελευταίο καιρό; Για το πόσο απελπισμένος είμαι; Πως δεν μπορώ να ξεπεράσω ένα χαζό έρωτα, που στο κάτω κάτω διάρκεσε μόνο ένα μήνα; Τι να πω; Για τα πεζά μου προβλήματα; Εγώ σταμάτησα σε ένα αγρό τις προάλλες και έβγαλά κάμποσες φωτογραφίες για να περάσει η ώρα, και ούτε που έσκυψα για να μυρίσω μία μαργαρίτα. Πόσο γελοίος ένοιωσα εκείνη τη στιγμή. Εγώ και τα χαζά μου προβλήματα.

“Μπορώ να έχω μία σύνθεση λουλουδιών;” με ξαναρωτάει κάποια στιγμή με βλέμμα γεμάτο λύπη. Λες και ζητούσε να της κάνω τη πιο δύσκολη χάρη στη ζωή. Και μία, και δύο και όσες θέλεις ... σκέφτηκα να της πω, αλλά αντί για αυτό γυρνάω και της λέω “Θέλεις να σε πάω στο χωράφι εδώ δίπλα; Έχουμε φτιάξει ράμπα και μπορείς να μαζέψεις μόνη σου τις μαργαρίτες...”

Δεν χρειάστηκε πολλά για να την πείσω, και προτού να το καταλάβουμε βρεθήκαμε μέσα σε ανθισμένους κήπους να μαζεύουμε αγριολούλουδα. Ένοιωθα άβολα λιγάκι και δεν την κοιτούσα στα μάτια. Ήξερα ότι ήτανε βουρκωμένα, και φοβόμουνα ότι θα έβαζε τα κλάματα. Τη βοήθησα να κατέβει από το αναπηρικό καρότσι και να καθίσει κάπου εκεί ανάμεσα στα χόρτα ... ανάμεσα σε μαργαρίτες και παπαρούνες ... και ήταν πάρα μα πάρα πολύ γλυκιά με όλα τα λουλούδια εκεί τριγύρω.

Κάποια στιγμή, όταν ενώσαμε τα αγριολούλούδα που είχαμε μαζέψει και οι δυο μας, και φτιάξαμε ένα μεγάλο μπουκέτο γυρνάει και μου λέει με μάτια να τρέχουν ποτάμι δάκρια ... “Κάθε βράδυ, πριν πέσω για ύπνο, παρακαλάω τον θεό να μου δώσει μία μέρα ακόμα ζωής”. Την κοίταξα χωρίς να πω τίποτα. Πρέπει εκείνη τη στιγμή να πάγωσα για μερικά λεπτά. Δεν είχα απολύτως τίποτα να της πω γιατί εγώ, κάθε βράδυ τον τελευταίο μήνα, παρακαλάω με κλάματα τον θεό να κοιμηθώ και να μην ξυπνήσω την άλλη μέρα ... και ένοιωσα τόσο ντροπή, μα τόσο ντροπή γιατί ακόμα και σήμερα ... δύο μέρες πριν από τα γενέθλιά μου ... δύο μέρες πριν γιορτάσω τη ζωή και τα δώρα που απλόχερα μου δίνει καθημερινά, σηκώθηκα και ήθελα να ευχηθώ να είναι η τελευταία μου ...

_________________________________

Συνέδριο για σκλήρυνση κατά πλάκας θα ξαναγίνει το καλοκαίρι και θέλουν να το κάνουν αυτή τη φορά στους κήπους που μαζεύαμε τις μαργαρίτες και τις παπαρούνες, με θέα την Αθήνα και το ηλιοβασίλεμα. Έβαλα την Μαργαρίτα να μου υποσχεθεί, ότι θα έρθει το καλοκαίρι, και αυτή τη φορά δεν θα μαζέψουμε λουλούδια, αλλά θα έχω το τηλεσκόπιο μαζί μου και θα της δείξω τα αστέρια.

Πέμπτη, Απριλίου 06, 2006

Boss’ Diary: Οι Γείτονες

Στα δέκα μέτρα από το γραφείο μου.
(Για να πάρετε μία ιδέαν για το βουκολικό περιβάλλον)

Η Ειρήνη, μία κοπελίτσα 22 – 23 χρονών, μία σκέτη κούκλα Barbie, με ένα λεπτεπίλεπτο και μη μου απ’ του χαρακτήρα, κοκκινίζει με το παραμικρό που θα της φέρει αναστάτωση στην τέλεια ζωή της.

Ειρήνη: κ. Ανδρέα να σας ενοχλήσω για κάτι;
Ανδρέας: Είναι σημαντικό δεσποινίς Ειρήνη; Πνίγομαι!

Ειρήνη: Εξαρτάται από το πως θα το πάρει κανείς...
Ανδρέας: Θα το πάρει κανείς από το πόσο σημαντικό είναι!

Ειρήνη: Ε ναι, θα έλεγα ότι είναι σημαντικό. Ένας γείτονας περνώντας με το αμάξι του απ’ έξω, σταμάτησε ...
Ανδρέας: Ήθελε κάτι;

Ειρήνη: Εξαρτάται από το πως το θέτει κανείς το ζήτημα.
Ανδρέας: Άντε πάλι! Ήθελε κάτι ναι ή όχι; Μία απλή ερώτηση κάνω.

Ειρήνη: Έ ναι, επειγόταν.
Ανδρέας: Ποιο ήταν το επείγον ζήτημα;

Ειρήνη: Ε να, βγήκε έξω από το αμάξι του ...
Ανδρέας: ... και;

Ειρήνη: ... κατέβασε το παντελόνι του ...
Ανδρέας: ;;; τι έκανε λέει ;;;

Ειρήνη: Κατέβασε το παντελόνι του.
Ανδρέας: Στη μέση του δρόμου;

Ειρήνη: Ε όχι ακριβώς στη μέση … θα έλεγα ότι ήταν προς στο πλάι.
Ανδρέας: Στο πλάι; Που στο πλάι;

Ειρήνη: Στο πλάι ... στη μάντρα μας.
Ανδρέας: Και τι έκανε στη μάντρα με το παντελόνι κατεβασμένο;;;

Ειρήνη: Ε ... τι να έκανε κ. Ανδρέα; Τι θέλετε εσείς να έκανε;
Ανδρέας: Που θέλετε να ξέρω δεσποινίς Ειρήνη τι έκανε στην μάντρα; Εσείς ήσασταν στην υποδοχή, εσείς ξέρετε!

Ειρήνη: Τι κάνουν κ. Ανδρέα στην μάντρα οι άνθρωποι με κατεβασμένο το παντελόνι (κατακόκκινη από την ντροπή της)
Ανδρέας: (κατακόκκινος από εκνευρισμό) Μα το θεό δεν γνωρίζω. Δεν κυκλοφορώ με κατεβασμένα τα παντελόνια στους δρόμου δεσποινίς Ειρήνη. Με έχετε γανώσει τόση ώρα. Τι το τόσο σημαντικό έκανε ο γείτονάς μας στην μάντρα με κατεβασμένα παντελόνια;

Ειρήνη: Μας κατούρησε κ. Ανδρέα … μας κατούρησε!
Ανδρέας: ...

Κυριακή, Απριλίου 02, 2006

Solar Eclipse

Wed 29 March 2006 - 13:20 Athens Greece

Wed 29 March 2006 - 13:50 Athens Greece

Wed 29 March 2006 - Solar Spots